Η υπόσταση του Άλφρεντ Χίτσκοκ, αυτή η μυστηριώδης και κυριαρχούσα φύση, είναι καλά αποτυπωμένη σε αυτό το διασκεδαστικό δράμα, προσφέροντας μια σε βάθος ματιά στην δημιουργία του, αναμφισβήτητα καλύτερου έργου του, Ψυχώ. Με βάση το βιβλίο του Stephen Rebello προσαρμοσμένο από τον σεναριογράφο του Μαύρου Κύκνου, John J. McLaughlin, η ταινία έχει μια δελεαστική ηδονοβλεπτική αίσθηση, καθώς μας προσκαλεί να εισέλθουμε τόσο στον επαγγελματικό όσο και στον ιδιωτικό κόσμο του master της αγωνίας και για όποιον έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο, κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον ακαταμάχητο.
Το έργο αποτελείται από δύο παράλληλες ιστορίες: η μια είναι η γενεσιουργία του Ψυχώ και η δεύτερη ο γεμάτος ένταση γάμος του Χίτσκοκ με τη γυναίκα του, Alma. Προς έκπληξη μου, έπιασα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική πλευρά της ζωής του εξαιρετικού σκηνοθέτη, παρά για την επαγγελματική. Αυτό συμβαίνει, γιατί, πέρα από τις τονικές ασυνέπειες στην ταινία, τυπικό χαρακτηριστικό ενός ντεμπούτου, που κάνουν τις «πίσω από την κάμερα» σκηνές πότε να λειτουργούν και πότε όχι, το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι η έλλειψη απεικόνισης των μεθόδων εργασίας του Χίτσκοκ. Δεν μας δείχνει σχεδόν τίποτα σχετικά με τα τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Το μόνο που κάνει είναι να πάρει όλες τις δημοφιλείς ιδέες του πώς ήταν ως άτομο ο Χίτσκοκ, από την εμμονή του με ξανθιές στην υπερκατανάλωση φαγητού αλλά και στα θέματα ελέγχου του, και να τις τοποθετήσει στα γυρίσματα του Ψυχώ. Αντ`αυτού, ο Gervasi επιλέγει να δώσει έμφαση στις παραισθησιογόνες συνομιλίες του Χίτσκοκ με τον Ed Gein, σκηνές που τελικά αποδεικνύονται οι πιο προβληματικές της ταινίας. Χρησιμοποιώντας τες προκειμένου να μας βάλει μέσα στο κεφάλι του Χίτσκοκ και να υλοποιήσει τις αμφιβολίες του σχετικά με τον χαρακτήρα που μελετάει, οι συγκεκριμένες σκηνές αντί να βοηθούν το μόνο που καταφέρνουν είναι να περικόπτουν την αφήγηση.
Η ταινία είναι στα καλύτερά της όταν ο Gervasi αφήνει την κάμερά του να συλλάβει στιγμές γνήσιας χημείας μεταξύ της Mirren και του Hopkins. Αν και συνοριακά πιο στρωτό και πολύ πιο ενδιαφέρον το προσωπικό κομμάτι της ζωής του Χίτσκοκ, και πάλι δεν τους δίνει αρκετό χώρο και χρόνο για να λάμψουν. Και οι δύο ηθοποιοί βέβαια είναι άψογοι στους ρόλους τους, αν και κανείς δεν περίμενε πως δεν θα ήταν. Μακριά από τις καλύτερες ερμηνείες τους είναι σαφές ότι το διασκεδάζουν παίζοντας τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, καταφέρνοντας πάντα να αποδώσουν εξαιρετικά τις πιο συναισθηματικές στιγμές της ιστορίας. Οι Anthony Perkins (James D`Arcy), Vera Miles (Jessica Biel) και Janet Leigh (Scarlett Johansson) είναι εντελώς ανεκμετάλλευτοι, με τους ηθοποιούς που υποδύονται τους ρόλους απλά να στέκονται άπραγοι λέγοντας μια-δυο ατάκες πού και πού.
Κάπου εδώ θα πρέπει βέβαια να πω ότι είναι δύσκολο να κανείς μια βιογραφία που θα αποδίδει σωστά ένα χαρακτήρα όπως του Άλφρεντ Χίτσκοκ, πόσο μάλλον τη σχέση του με τη σύζυγό του. Το πρόβλημα εδώ, όμως, είναι ότι ο σεναριογράφος δεν αφιερώνει την ταινία σε καμιά από τις δύο ιστορίες που θέλει να διηγηθεί, με αποτέλεσμα το έργο να είναι ανεστίαστο. Υπάρχει επιτυχημένο χιούμορ, καλές ερμηνείες και μερικές ωραίες σκηνές, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως ήρθε η ώρα να παραδεχτούμε ότι, όπως πάντα, ο Χίτσκοκ εξακολουθεί να είναι ένα βήμα μπροστά από εμάς…
Το έργο αποτελείται από δύο παράλληλες ιστορίες: η μια είναι η γενεσιουργία του Ψυχώ και η δεύτερη ο γεμάτος ένταση γάμος του Χίτσκοκ με τη γυναίκα του, Alma. Προς έκπληξη μου, έπιασα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική πλευρά της ζωής του εξαιρετικού σκηνοθέτη, παρά για την επαγγελματική. Αυτό συμβαίνει, γιατί, πέρα από τις τονικές ασυνέπειες στην ταινία, τυπικό χαρακτηριστικό ενός ντεμπούτου, που κάνουν τις «πίσω από την κάμερα» σκηνές πότε να λειτουργούν και πότε όχι, το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι η έλλειψη απεικόνισης των μεθόδων εργασίας του Χίτσκοκ. Δεν μας δείχνει σχεδόν τίποτα σχετικά με τα τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Το μόνο που κάνει είναι να πάρει όλες τις δημοφιλείς ιδέες του πώς ήταν ως άτομο ο Χίτσκοκ, από την εμμονή του με ξανθιές στην υπερκατανάλωση φαγητού αλλά και στα θέματα ελέγχου του, και να τις τοποθετήσει στα γυρίσματα του Ψυχώ. Αντ`αυτού, ο Gervasi επιλέγει να δώσει έμφαση στις παραισθησιογόνες συνομιλίες του Χίτσκοκ με τον Ed Gein, σκηνές που τελικά αποδεικνύονται οι πιο προβληματικές της ταινίας. Χρησιμοποιώντας τες προκειμένου να μας βάλει μέσα στο κεφάλι του Χίτσκοκ και να υλοποιήσει τις αμφιβολίες του σχετικά με τον χαρακτήρα που μελετάει, οι συγκεκριμένες σκηνές αντί να βοηθούν το μόνο που καταφέρνουν είναι να περικόπτουν την αφήγηση.
Η ταινία είναι στα καλύτερά της όταν ο Gervasi αφήνει την κάμερά του να συλλάβει στιγμές γνήσιας χημείας μεταξύ της Mirren και του Hopkins. Αν και συνοριακά πιο στρωτό και πολύ πιο ενδιαφέρον το προσωπικό κομμάτι της ζωής του Χίτσκοκ, και πάλι δεν τους δίνει αρκετό χώρο και χρόνο για να λάμψουν. Και οι δύο ηθοποιοί βέβαια είναι άψογοι στους ρόλους τους, αν και κανείς δεν περίμενε πως δεν θα ήταν. Μακριά από τις καλύτερες ερμηνείες τους είναι σαφές ότι το διασκεδάζουν παίζοντας τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, καταφέρνοντας πάντα να αποδώσουν εξαιρετικά τις πιο συναισθηματικές στιγμές της ιστορίας. Οι Anthony Perkins (James D`Arcy), Vera Miles (Jessica Biel) και Janet Leigh (Scarlett Johansson) είναι εντελώς ανεκμετάλλευτοι, με τους ηθοποιούς που υποδύονται τους ρόλους απλά να στέκονται άπραγοι λέγοντας μια-δυο ατάκες πού και πού.
Κάπου εδώ θα πρέπει βέβαια να πω ότι είναι δύσκολο να κανείς μια βιογραφία που θα αποδίδει σωστά ένα χαρακτήρα όπως του Άλφρεντ Χίτσκοκ, πόσο μάλλον τη σχέση του με τη σύζυγό του. Το πρόβλημα εδώ, όμως, είναι ότι ο σεναριογράφος δεν αφιερώνει την ταινία σε καμιά από τις δύο ιστορίες που θέλει να διηγηθεί, με αποτέλεσμα το έργο να είναι ανεστίαστο. Υπάρχει επιτυχημένο χιούμορ, καλές ερμηνείες και μερικές ωραίες σκηνές, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως ήρθε η ώρα να παραδεχτούμε ότι, όπως πάντα, ο Χίτσκοκ εξακολουθεί να είναι ένα βήμα μπροστά από εμάς…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου