Ίσως θα έχετε ακούσει ότι το «The Paperboy» είναι η ταινία στην οποία η Nicole Kidman «κατουράει» τον Zac Efron. Όντως συμβαίνει, αλλά είναι για να απαλύνει τον Efron από ένα τσίμπημα μέδουσας, οπότε ίσως δεν είναι τόσο kinky όσο νομίζατε ή ελπίζατε. Βέβαια, αν επικεντρωθεί κάποιος σε αυτή τη σκηνή, θα παραβλέψει όλα τα άλλα εξεζητημένα κι εξευτελιστικά γελοία περίεργα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό το ψευτο-κουλτουρέ χάος.
Σε σκηνοθεσία του Lee Daniels (Μονάκριβη), με ένα σενάριο γραμμένο από τον ίδιο και τον Peter Dexter, βασισμένο σε μυθιστόρημα του 1995 του ιδίου του Dexter, το «Paperboy» είναι μια ακραία trash ταινία που θέλει τον Zac Efron να προσπαθεί να κάνει σεξ με μια υπερσεξουαλική Nicole Kidman και τον Matthew McConaughey να παίζει έναν κρυφά ομοφυλόφιλο άνδρα με πολύ αυτοκαταστροφικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Υπάρχει, επίσης, ένας χαρακτήρας με βρετανική προφορά, προκειμένου να τον παίρνουν στα σοβαρά. Θα έρθετε αντιμέτωποι με το γραφικό ξεκοίλιασμα ενός αλιγάτορα. Θα ακούσετε για τον ρατσισμό. Υπάρχει επίσης μια σκηνή, στην οποία ο χαρακτήρας της Kidman εκτελεί ένα είδος «αέρινου» στοματικού έρωτα. Ω και προφανώς, υπάρχει και μια έρευνα για φόνο σε εξέλιξη.
Δυστυχώς, ενώ το «Paperboy» είναι αναμφισβήτητα μια σεξουαλική ταινία, δεν είναι ούτε συναρπαστική, ούτε καθηλωτική. Ένα έργο προκειμένου να διαθέτει ένα σασπένς, θα πρέπει οι χαρακτήρες του να μην είναι ούτε συμπαθητικοί ούτε αγαπητοί, αλλά ανθρώπινα οντά για τα όποια νοιαζόμαστε. Εδώ οι χαρακτήρες μοιάζουν σαν μια συλλογή ανθρώπων με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά. Υπάρχουν χωρίς πραγματικό κίνητρο ή συνέπεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μέχρι το τέλος της ταινίας, να νιώθεις ότι δεν έχεις καμία βαθύτερη κατανόηση είτε των χαρακτήρων ή του τι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να πει. Και το χειρότερο, ειλικρινά πιστεύω ότι, στην πραγματικότητα, δεν προσπαθεί να πει τίποτα. Θέλει απλά να βάλει όμορφους ανθρώπους στην οθόνη με αποκαλυπτικά ρούχα ή χωρίς καθόλου και να τους περιφέρει απλά για τη δίκη μας απόλαυση.
Κάτι τέτοιο θα το επικροτούσα αν το έργο ήξερε ότι αυτό είναι και δεν προσπαθούσε να μας το παίξει σοβαρή ταινία. Καταπιάνεται με διαφορά θέματα μένοντας πάντα στην επιδερμική και γραφική απεικόνιση τους, χωρίς πότε μα πότε να εμβαθύνει έστω και σε ένα από αυτά. Χωρίς καμιά κεντρική αφηγηματική κατεύθυνση, το έργο κουράζει. Κατά καιρούς επικεντρώνεται στην έρευνα, ύστερα αλλάζει ταχύτητα και ασχολείται με τη λάγνα σχέση μεταξύ του Efron και της Kidman. Έπειτα, υπάρχουν τα φυλετικά στοιχεία, καθώς και τα στοιχεία περί ομοφυλοφιλίας και ξαφνικά πάμε πίσω στη δολοφονία. Στη συνέχεια, ας σταματήσουμε να μιλήσουμε για τη σχέση των McConaughey και Efron με τον πατέρα τους. Όχι για πολύ, φυσικά, γιατί πρέπει να ασχοληθούμε ξανά με τον ρατσισμό. Ή τη δολοφονία. Ή οτιδήποτε άλλο.
Προσθέτοντας και την υπερβολικά κιτς αισθητική, το όλο εγχείρημα καταντάει να είναι αστείο, χαζό, δύσκολο να το πάρεις στα σοβαρά και τελικά απογοητευτικό από όποια πλευρά κι αν το δεις.
Σε σκηνοθεσία του Lee Daniels (Μονάκριβη), με ένα σενάριο γραμμένο από τον ίδιο και τον Peter Dexter, βασισμένο σε μυθιστόρημα του 1995 του ιδίου του Dexter, το «Paperboy» είναι μια ακραία trash ταινία που θέλει τον Zac Efron να προσπαθεί να κάνει σεξ με μια υπερσεξουαλική Nicole Kidman και τον Matthew McConaughey να παίζει έναν κρυφά ομοφυλόφιλο άνδρα με πολύ αυτοκαταστροφικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Υπάρχει, επίσης, ένας χαρακτήρας με βρετανική προφορά, προκειμένου να τον παίρνουν στα σοβαρά. Θα έρθετε αντιμέτωποι με το γραφικό ξεκοίλιασμα ενός αλιγάτορα. Θα ακούσετε για τον ρατσισμό. Υπάρχει επίσης μια σκηνή, στην οποία ο χαρακτήρας της Kidman εκτελεί ένα είδος «αέρινου» στοματικού έρωτα. Ω και προφανώς, υπάρχει και μια έρευνα για φόνο σε εξέλιξη.
Δυστυχώς, ενώ το «Paperboy» είναι αναμφισβήτητα μια σεξουαλική ταινία, δεν είναι ούτε συναρπαστική, ούτε καθηλωτική. Ένα έργο προκειμένου να διαθέτει ένα σασπένς, θα πρέπει οι χαρακτήρες του να μην είναι ούτε συμπαθητικοί ούτε αγαπητοί, αλλά ανθρώπινα οντά για τα όποια νοιαζόμαστε. Εδώ οι χαρακτήρες μοιάζουν σαν μια συλλογή ανθρώπων με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά. Υπάρχουν χωρίς πραγματικό κίνητρο ή συνέπεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μέχρι το τέλος της ταινίας, να νιώθεις ότι δεν έχεις καμία βαθύτερη κατανόηση είτε των χαρακτήρων ή του τι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να πει. Και το χειρότερο, ειλικρινά πιστεύω ότι, στην πραγματικότητα, δεν προσπαθεί να πει τίποτα. Θέλει απλά να βάλει όμορφους ανθρώπους στην οθόνη με αποκαλυπτικά ρούχα ή χωρίς καθόλου και να τους περιφέρει απλά για τη δίκη μας απόλαυση.
Κάτι τέτοιο θα το επικροτούσα αν το έργο ήξερε ότι αυτό είναι και δεν προσπαθούσε να μας το παίξει σοβαρή ταινία. Καταπιάνεται με διαφορά θέματα μένοντας πάντα στην επιδερμική και γραφική απεικόνιση τους, χωρίς πότε μα πότε να εμβαθύνει έστω και σε ένα από αυτά. Χωρίς καμιά κεντρική αφηγηματική κατεύθυνση, το έργο κουράζει. Κατά καιρούς επικεντρώνεται στην έρευνα, ύστερα αλλάζει ταχύτητα και ασχολείται με τη λάγνα σχέση μεταξύ του Efron και της Kidman. Έπειτα, υπάρχουν τα φυλετικά στοιχεία, καθώς και τα στοιχεία περί ομοφυλοφιλίας και ξαφνικά πάμε πίσω στη δολοφονία. Στη συνέχεια, ας σταματήσουμε να μιλήσουμε για τη σχέση των McConaughey και Efron με τον πατέρα τους. Όχι για πολύ, φυσικά, γιατί πρέπει να ασχοληθούμε ξανά με τον ρατσισμό. Ή τη δολοφονία. Ή οτιδήποτε άλλο.
Προσθέτοντας και την υπερβολικά κιτς αισθητική, το όλο εγχείρημα καταντάει να είναι αστείο, χαζό, δύσκολο να το πάρεις στα σοβαρά και τελικά απογοητευτικό από όποια πλευρά κι αν το δεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου