Το στόρι (πάνω-κάτω) είναι το έξης: Ο Christian (Anders W Berthelsen) ταξιδεύει μαζί με τον γιο του, Oscar (Jamie Morton), στο Μπουένος Άιρες, ελπίζοντας να κερδίσει πίσω τη δύστροπη γυναίκα του, Anna (Paprika Steen). Εκείνη, όμως, ετοιμάζεται να παντρευτεί με έναν πολύ δημοφιλή, ιδιαίτερα όμορφο, αστέρα του ποδοσφαίρου.
Σαν θεατές ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σχεδόν υπερβολικά ανάλαφρη κωμωδία. Χωρίς να υπάρχει αμφιβολία, το έργο λειτουργεί καλύτερα την πρώτη μισή ώρα, καθώς ο σκηνοθέτης Ole Christian Madsen έχει εμποτίσει την ταινία με μια ακαταμάχητα χαλαρή ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται από τον γρήγορο ρυθμό και τις συμπαθέστατες ερμηνείες. Καθώς περνά η ώρα, η ταινία, παρόλο που έχει κουτσοκαταφέρει να δημιουργήσει ένα διασκεδαστικό κλίμα και να σε βάλει μέσα σε αυτό, αρχίζει να σε φοβίζει. Ο λόγος: τα κωμικά στοιχειά που διαθέτει και επιτυγχάνουν τον στόχο τους (να σε κάνουν να γελάσεις, δηλαδή) είναι πολύ λίγα συγκριτικά με τις κρυάδες και τα παντελώς αδικαιολόγητα πράγματα που βλέπεις να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια σου (π.χ. ο εκκεντρικός χαρακτήρας της υπηρέτριας ήταν πραγματικά απαραίτητος;). Και όσο το φιλμ εξελίσσεται, το ενδιαφέρον σου αρχίζει να φθίνει ολοένα και περισσότερο. Για να φτάσει στον πάτο, όταν ο Madsen στη προσπάθεια του να αντισταθμίσει την άνιση ιστορία του, εισάγει μια σειρά από, απογοητευτικές, δευτερεύουσες πλοκές και μαζί ότι κλισέ του είδους μπορείτε να φανταστείτε. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι το «Buenos Aires Σ`Αγαπώ», μη ξέροντας πώς να διαχειριστεί τους χαρακτήρες του, χωλαίνει όλο και πιο πολύ για να καταλήξει σε ένα (αναμενόμενο) αισιόδοξο συμπέρασμα.
Σε τελευταία ανάλυση, αν μπορούσα να χαρακτηρίσω όλη την ταινία με μια φράση θα ήταν: «SuperClasico» ή αλλιώς σούπερ κλασσικό…
Σαν θεατές ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σχεδόν υπερβολικά ανάλαφρη κωμωδία. Χωρίς να υπάρχει αμφιβολία, το έργο λειτουργεί καλύτερα την πρώτη μισή ώρα, καθώς ο σκηνοθέτης Ole Christian Madsen έχει εμποτίσει την ταινία με μια ακαταμάχητα χαλαρή ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται από τον γρήγορο ρυθμό και τις συμπαθέστατες ερμηνείες. Καθώς περνά η ώρα, η ταινία, παρόλο που έχει κουτσοκαταφέρει να δημιουργήσει ένα διασκεδαστικό κλίμα και να σε βάλει μέσα σε αυτό, αρχίζει να σε φοβίζει. Ο λόγος: τα κωμικά στοιχειά που διαθέτει και επιτυγχάνουν τον στόχο τους (να σε κάνουν να γελάσεις, δηλαδή) είναι πολύ λίγα συγκριτικά με τις κρυάδες και τα παντελώς αδικαιολόγητα πράγματα που βλέπεις να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια σου (π.χ. ο εκκεντρικός χαρακτήρας της υπηρέτριας ήταν πραγματικά απαραίτητος;). Και όσο το φιλμ εξελίσσεται, το ενδιαφέρον σου αρχίζει να φθίνει ολοένα και περισσότερο. Για να φτάσει στον πάτο, όταν ο Madsen στη προσπάθεια του να αντισταθμίσει την άνιση ιστορία του, εισάγει μια σειρά από, απογοητευτικές, δευτερεύουσες πλοκές και μαζί ότι κλισέ του είδους μπορείτε να φανταστείτε. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι το «Buenos Aires Σ`Αγαπώ», μη ξέροντας πώς να διαχειριστεί τους χαρακτήρες του, χωλαίνει όλο και πιο πολύ για να καταλήξει σε ένα (αναμενόμενο) αισιόδοξο συμπέρασμα.
Σε τελευταία ανάλυση, αν μπορούσα να χαρακτηρίσω όλη την ταινία με μια φράση θα ήταν: «SuperClasico» ή αλλιώς σούπερ κλασσικό…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου