Ο Βρετανός σκηνοθέτης Joe Wright σίγουρα δεν είναι ξένος στην κινηματογραφική μεταφορά μυθιστορημάτων εποχής στο κινηματογράφο, έχοντας σκηνοθετήσει το Περηφάνια και Προκατάληψη της Jane Austen και την Εξιλέωση του Ian McEwan, τα τελευταία χρόνια. Η τελευταία του ταινία, η «Άννα Καρένινα», είναι εύκολα το πιο τολμηρό δράμα περιόδου που έχει γυρίσει μέχρι σήμερα, αξιοποιώντας όλα τα τεχνάσματα της θεατρικής σκηνής προκειμένου να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Λέων Τολστόι στη μεγάλη οθόνη. Ο Wright μπορεί να μην είναι ο νέος David Lean, αλλά οι, αναμφισβήτητα ασυνεπής, προσπάθειές του απαιτούν τόσο τον σεβασμό, όσο και τον θαυμασμό μας.
Η πολιτικά θεμελιωμένη ρωσική σαπουνόπερα του Τολστόι δεν είναι κάτι νέο για το κοινό που πάει σινεμά, αφού έχουν γίνει αρκετές προσαρμογές στη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών. Προς τιμή του, ο Wright προσπάθησε πραγματικά να δώσει στο τετριμμένο παραμύθι τη δική του πομπώδη, γεμάτη οπτική ζωντάνια και δυναμικότητα, ερμηνεία. Αυτό που κάνει την προσαρμογή του Wright να διαφέρει από τις προηγούμενες, είναι η απόφαση του να διαδραματίζεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, μέσα σε ένα θέατρο χωρίς να παρουσιάζεται ως μια παράσταση, καθώς η κάμερα του είναι συνεχεία εν κινήσει. Με τη πλειοψηφία λοιπόν της δράσης να λαμβάνει χώρα στη σκηνή και στα παρασκήνια, τα σκηνικά στήνονται και ξεστήνονται για να μοιάζουν με συγκεκριμένα σημεία και τοποθεσίες. Οι συγκρίσεις με το αισθητικό ύφος του Baz Luhrmann μπορεί να είναι αναπόφευκτες, αλλά ευτυχώς ο Wright αποφεύγει κάθε αταίριαστο ποπ αναχρονισμό, προτιμώντας αντ' αυτού να αναζωογονηθεί η «Άννα Καρένινα» με μια πλειάδα δυναμικών σετ και κοστουμιών. Όταν τα πράγματα γίνονται σωστά, το εκδηλωτικό μελόδραμα του Wright παρουσιάζει εκλάμψεις μεγαλείου. Σαν σύνολο, όμως, τα αποτελέσματα είναι ασυνεπή στην καλύτερη περίπτωση, με μια σειρά από σκηνές που περιέργως απουσίαζε η εν λόγω λαμπρότητα και το ταλέντο, κάνοντας το υπερβολικά μεγάλο σενάριο του Wright να ασφυκτιά συχνά κάτω από τη δική του αίσθηση του σεβασμού.
Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα της ταινίας είναι ότι ή ο Wright είναι αδυσώπητα έξυπνος ή υπερβολικά φιγουρατζής. Οτιδήποτε από τα δύο κι αν ισχύει στην τελική, ο τρόπος γυρίσματος του, παρότι εντυπωσιακός όπως είπαμε, καταλήγει να κάνει κακό στο έργο στερώντας του τον συναισθηματικό του πυρήνα, αφού υπάρχει μια πραγματική και συχνά ανυπέρβλητη απόσταση μεταξύ των συναισθημάτων των χαρακτήρων και του κοινού. Η πλαστότητα της παρουσίασης κρατά το συναίσθημα σε απόσταση και ο Wright δυστυχώς ποτέ δεν καταφέρνει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της καρδιάς και του τεχνάσματος. Και είναι αυτή η έλλειψη συμμετοχής που εμποδίζει την «Άννα Καρένινα» από το να γίνει μια πραγματικά μεγάλη ταινία, σε αντίθεση με το να είναι απλώς μια εκθαμβωτική εμπειρία.
Εκ του φυσικού, όλο αυτό το ύφος του Wright επηρεάζει και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Αυτή είναι η τρίτη φορά που ο Wright χρησιμοποιεί τη μούσα του, Keira Knightley. Εδώ της ζητά να ερμηνεύσει μια ισχυρή κι εύθραυστη γυναίκα που εκτίθεται στο, γεμάτο κανόνες και εθιμοτυπίες, κόσμο των ανθρώπων. Με το σενάριο των Stoppard και Wright να της παρέχει πάρα πολλά, επιτρέποντας την να χρησιμοποιήσει μια πλήρη γκάμα συναισθημάτων, η Knightley εδώ τα δίνει όλα και παραδίδει μια πολύ σωστή και αξιοπρεπή ερμηνεία, η οποία όμως χάνεται σε μεγάλο βαθμό από το υπερβολικά στυλιζάρισμα του σκηνοθέτη. Ο Matthew Macfadyen είναι απολαυστικός ως πρίγκιπας Ομπλόνσκι, παρέχοντας μας μια κωμική ανακούφιση σε όλο το φιλμ. Ο Aaron Taylor-Johnson, επηρεασμένος κι αυτός από τη φιγούρα του σκηνοθέτη και μη διαθέτοντας τις απαραίτητες ερμηνευτικές ικανότητες, είναι κάτω του μετρίου και δεν πείθει σχεδόν πότε ως ερωτοχτυπημένος κόμης Βρόνσκι. Αυτός που πραγματικά ξεχωρίζει είναι ο Jude Law. Ο Law παίζει τον σύζυγο της Άννα Καρένινα, Αλεξέι Καρένιν, έναν συναισθηματικά κλειστό άνθρωπο που θα μπορούσε πολύ εύκολα να θεωρηθεί ως ο κακός. Χάρη στην επιδεξιότητα του Law ως ερμηνευτή, δεν μπορεί παρά να αισθανθείτε συμπάθεια για τον χαρακτήρα του. Όπως και η Άννα, ο Αλεξέι είναι κι ο ίδιος τελικά μια τραγική φιγούρα. Είναι μία από τις καλύτερες εμφανίσεις του ηθοποιού εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και παρόλο που η προσοχή θα πέσει περισσότερο στην αβανταδόρικη ερμηνεία της Keira Knightley, είναι η συγκρατημένη ερμηνεία του Jude Law που αξίζει τουλάχιστον μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου. Ναι, είναι τόσο καλός…
Το συμπέρασμα: η «Άννα Καρένινα» είναι μια καλογραμμένη και καλοπαιγμένη ταινία με έναν τολμηρό και εφευρετικό τρόπο αφήγησης, αξιοθαύμαστα φιλόδοξο. Αλλά η συνεχιζόμενη εμμονή του Joe Wright με τα τεχνάσματα αποτρέπουν το έργο από το να αγγίξει το μεγαλείο που θα μπορούσε να φτάσει.
Η πολιτικά θεμελιωμένη ρωσική σαπουνόπερα του Τολστόι δεν είναι κάτι νέο για το κοινό που πάει σινεμά, αφού έχουν γίνει αρκετές προσαρμογές στη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών. Προς τιμή του, ο Wright προσπάθησε πραγματικά να δώσει στο τετριμμένο παραμύθι τη δική του πομπώδη, γεμάτη οπτική ζωντάνια και δυναμικότητα, ερμηνεία. Αυτό που κάνει την προσαρμογή του Wright να διαφέρει από τις προηγούμενες, είναι η απόφαση του να διαδραματίζεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, μέσα σε ένα θέατρο χωρίς να παρουσιάζεται ως μια παράσταση, καθώς η κάμερα του είναι συνεχεία εν κινήσει. Με τη πλειοψηφία λοιπόν της δράσης να λαμβάνει χώρα στη σκηνή και στα παρασκήνια, τα σκηνικά στήνονται και ξεστήνονται για να μοιάζουν με συγκεκριμένα σημεία και τοποθεσίες. Οι συγκρίσεις με το αισθητικό ύφος του Baz Luhrmann μπορεί να είναι αναπόφευκτες, αλλά ευτυχώς ο Wright αποφεύγει κάθε αταίριαστο ποπ αναχρονισμό, προτιμώντας αντ' αυτού να αναζωογονηθεί η «Άννα Καρένινα» με μια πλειάδα δυναμικών σετ και κοστουμιών. Όταν τα πράγματα γίνονται σωστά, το εκδηλωτικό μελόδραμα του Wright παρουσιάζει εκλάμψεις μεγαλείου. Σαν σύνολο, όμως, τα αποτελέσματα είναι ασυνεπή στην καλύτερη περίπτωση, με μια σειρά από σκηνές που περιέργως απουσίαζε η εν λόγω λαμπρότητα και το ταλέντο, κάνοντας το υπερβολικά μεγάλο σενάριο του Wright να ασφυκτιά συχνά κάτω από τη δική του αίσθηση του σεβασμού.
Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα της ταινίας είναι ότι ή ο Wright είναι αδυσώπητα έξυπνος ή υπερβολικά φιγουρατζής. Οτιδήποτε από τα δύο κι αν ισχύει στην τελική, ο τρόπος γυρίσματος του, παρότι εντυπωσιακός όπως είπαμε, καταλήγει να κάνει κακό στο έργο στερώντας του τον συναισθηματικό του πυρήνα, αφού υπάρχει μια πραγματική και συχνά ανυπέρβλητη απόσταση μεταξύ των συναισθημάτων των χαρακτήρων και του κοινού. Η πλαστότητα της παρουσίασης κρατά το συναίσθημα σε απόσταση και ο Wright δυστυχώς ποτέ δεν καταφέρνει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της καρδιάς και του τεχνάσματος. Και είναι αυτή η έλλειψη συμμετοχής που εμποδίζει την «Άννα Καρένινα» από το να γίνει μια πραγματικά μεγάλη ταινία, σε αντίθεση με το να είναι απλώς μια εκθαμβωτική εμπειρία.
Εκ του φυσικού, όλο αυτό το ύφος του Wright επηρεάζει και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Αυτή είναι η τρίτη φορά που ο Wright χρησιμοποιεί τη μούσα του, Keira Knightley. Εδώ της ζητά να ερμηνεύσει μια ισχυρή κι εύθραυστη γυναίκα που εκτίθεται στο, γεμάτο κανόνες και εθιμοτυπίες, κόσμο των ανθρώπων. Με το σενάριο των Stoppard και Wright να της παρέχει πάρα πολλά, επιτρέποντας την να χρησιμοποιήσει μια πλήρη γκάμα συναισθημάτων, η Knightley εδώ τα δίνει όλα και παραδίδει μια πολύ σωστή και αξιοπρεπή ερμηνεία, η οποία όμως χάνεται σε μεγάλο βαθμό από το υπερβολικά στυλιζάρισμα του σκηνοθέτη. Ο Matthew Macfadyen είναι απολαυστικός ως πρίγκιπας Ομπλόνσκι, παρέχοντας μας μια κωμική ανακούφιση σε όλο το φιλμ. Ο Aaron Taylor-Johnson, επηρεασμένος κι αυτός από τη φιγούρα του σκηνοθέτη και μη διαθέτοντας τις απαραίτητες ερμηνευτικές ικανότητες, είναι κάτω του μετρίου και δεν πείθει σχεδόν πότε ως ερωτοχτυπημένος κόμης Βρόνσκι. Αυτός που πραγματικά ξεχωρίζει είναι ο Jude Law. Ο Law παίζει τον σύζυγο της Άννα Καρένινα, Αλεξέι Καρένιν, έναν συναισθηματικά κλειστό άνθρωπο που θα μπορούσε πολύ εύκολα να θεωρηθεί ως ο κακός. Χάρη στην επιδεξιότητα του Law ως ερμηνευτή, δεν μπορεί παρά να αισθανθείτε συμπάθεια για τον χαρακτήρα του. Όπως και η Άννα, ο Αλεξέι είναι κι ο ίδιος τελικά μια τραγική φιγούρα. Είναι μία από τις καλύτερες εμφανίσεις του ηθοποιού εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και παρόλο που η προσοχή θα πέσει περισσότερο στην αβανταδόρικη ερμηνεία της Keira Knightley, είναι η συγκρατημένη ερμηνεία του Jude Law που αξίζει τουλάχιστον μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου. Ναι, είναι τόσο καλός…
Το συμπέρασμα: η «Άννα Καρένινα» είναι μια καλογραμμένη και καλοπαιγμένη ταινία με έναν τολμηρό και εφευρετικό τρόπο αφήγησης, αξιοθαύμαστα φιλόδοξο. Αλλά η συνεχιζόμενη εμμονή του Joe Wright με τα τεχνάσματα αποτρέπουν το έργο από το να αγγίξει το μεγαλείο που θα μπορούσε να φτάσει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου