Άλλο ένα μυθιστόρημα του Nicholas Sparks βρίσκει το δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη. Το «The Lucky One» για την ακρίβεια είναι το έβδομο κατά σειρά βιβλίο του που μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη.
Με τον Efron να προσπαθεί να ξεπεράσει την εικόνα του ειδώλου μικρών κοριτσιών που απέκτησε από το High School Musical, αναλαμβάνει εδώ τον ρόλο του Logan Thibault, ενός πεζοναύτη που επιστρέφει στις ΗΠΑ μετά τον τρίτο γύρο του στο Ιράκ. Μαζί του έχει μια φωτογραφία μιας ανώνυμης γυναικάς που βρήκε στα ερείπια ενός σπιτιού μετά από έκρηξη. Αφού πρώτα πιστώνει την εικόνα με τη διάσωση της ζωής του, αποφασίζει να βρει την άγνωστη γυναίκα. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι πάνω-κάτω γνωστά.
Και αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της ταινίας, το γεγονός ότι μπορείτε να μαντέψετε το τέλος μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά. Συναισθηματικά σημαδεμένος πρωταγωνιστής: τσεκ. Όμορφη ανύπαντρη μητέρα: τσεκ. Εκκεντρική γιαγιά (η πάντα εξαιρετική Danner): τσεκ. Χαριτωμένο μικρό αγόρι: τσεκ. Όχι και τόσο καλός πρώην σύζυγος: τσεκ. Όλα τα συστατικά μιας ρομαντικής ταινίας δίνουν το παρόν. Τα πάντα είναι είτε βρεγμένα από βροχή ή λουσμένα στο χρυσό φως του ηλίου και μια σταθερή μουσική σε ενημερώνει για το ποιο υποτίθεται ότι είναι το κατάλληλο συναίσθημα που πρέπει να έχεις. Θα μου πείτε, αυτές οι ταινίες έχουν σχεδιαστεί να γίνονται αισθητές συναισθηματικά και όχι να βάζουν το κοινό να σκέπτεται. Παρόλα αυτά, όμως, αυτή η τυποποιημένη αφήγηση καθώς και η απουσία σκηνοθετικών εκπλήξεων και σεναριακών πρωτοτυπιών έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει απολύτως τίποτα να εκπλήξει το κοινό. Συμπέρασμα: όλα ωραία και καλά… αλλά όλα εξαιρετικά κοινότυπα.
Με τον Efron να προσπαθεί να ξεπεράσει την εικόνα του ειδώλου μικρών κοριτσιών που απέκτησε από το High School Musical, αναλαμβάνει εδώ τον ρόλο του Logan Thibault, ενός πεζοναύτη που επιστρέφει στις ΗΠΑ μετά τον τρίτο γύρο του στο Ιράκ. Μαζί του έχει μια φωτογραφία μιας ανώνυμης γυναικάς που βρήκε στα ερείπια ενός σπιτιού μετά από έκρηξη. Αφού πρώτα πιστώνει την εικόνα με τη διάσωση της ζωής του, αποφασίζει να βρει την άγνωστη γυναίκα. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι πάνω-κάτω γνωστά.
Και αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της ταινίας, το γεγονός ότι μπορείτε να μαντέψετε το τέλος μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά. Συναισθηματικά σημαδεμένος πρωταγωνιστής: τσεκ. Όμορφη ανύπαντρη μητέρα: τσεκ. Εκκεντρική γιαγιά (η πάντα εξαιρετική Danner): τσεκ. Χαριτωμένο μικρό αγόρι: τσεκ. Όχι και τόσο καλός πρώην σύζυγος: τσεκ. Όλα τα συστατικά μιας ρομαντικής ταινίας δίνουν το παρόν. Τα πάντα είναι είτε βρεγμένα από βροχή ή λουσμένα στο χρυσό φως του ηλίου και μια σταθερή μουσική σε ενημερώνει για το ποιο υποτίθεται ότι είναι το κατάλληλο συναίσθημα που πρέπει να έχεις. Θα μου πείτε, αυτές οι ταινίες έχουν σχεδιαστεί να γίνονται αισθητές συναισθηματικά και όχι να βάζουν το κοινό να σκέπτεται. Παρόλα αυτά, όμως, αυτή η τυποποιημένη αφήγηση καθώς και η απουσία σκηνοθετικών εκπλήξεων και σεναριακών πρωτοτυπιών έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει απολύτως τίποτα να εκπλήξει το κοινό. Συμπέρασμα: όλα ωραία και καλά… αλλά όλα εξαιρετικά κοινότυπα.
Έμενα προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ! Συγκινήθηκα και ταυτίστηκα πολύ με το συναίσθημα του πρωταγωνιστή. Και ως ανύπαντρη μητέρα μπορώ να σου πω, ότι είχα ανάγκη μια τέτοια ρομαντική ουτοπία! Είχαμε καιρό να δούμε μία τέτοια ταινία.
ΑπάντησηΔιαγραφή