Μερικές φορές, πας να δεις μια ταινία με αρκετά υψηλές προσδοκίες. Όταν, δε, περιλαμβάνει σαν κεντρικό χαρακτήρα τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, έναν συγγραφέα που αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας. Όταν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο John Cusack, ηθοποιός σεβαστός από κοινό και κριτικούς με αρκετές συμμέτοχες σε εξαιρετικές ταινίες. Και τέλος, όταν ο σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο δημιουργός του εξαιρετικού V for Vendetta. Τότε όλα τα παραπάνω ανεβάζουν τις προσδοκίες ένα τσακ πιο πάνω.
Δεν υπάρχει, όμως, χειρότερο συναίσθημα όταν όλες αυτές οι υψηλές προσδοκίες διαλύονται, όταν το έργο αποδεικνύεται μεγάλη βλακεία. Και είναι ακόμα χειρότερο το συναίσθημα όταν η αρχή του σε προϊδεάζει για κάτι καλό. Έτσι και με το «Κοράκι». Η ταινία ξεκινά καλά. Όλα τα απαραίτητα στοιχειά που θα σε κάνουν να περιμένεις να δεις ένα αξιοπρεπές τουλάχιστον θρίλερ δίνουν το παρόν. Υπάρχουν όλα τα ατμοσφαιρικά κλισέ που οι δημιουργοί τέτοιων ταινιών χρησιμοποιούν (φανάρια, ομίχλη, αποχετεύσεις), υπάρχει η απαραίτητη σκοτεινή ατμόσφαιρα που προμηνύει τον κίνδυνο και πάνω από όλα (θα επαναλάβω λίγο τον εαυτό μου εδώ) υπάρχει το υπόβαθρο. Γιατί το να πάρεις μια από τις πιο διάσημες λογοτεχνικές φωνές ιστοριών φρίκης και να τη μετατρέψεις σε μια, σε στυλ Σέρλοκ Χολμς με μια δόση Se7en, ταινία μυστηρίου μοιάζει να είναι μια ελκυστική και άκρως ενδιαφέρουσα ιδέα. Μια ιδέα, όμως, που μετά από το πρώτο μισάωρο σπαταλιέται και πότε δεν αναπτύσσεται σωστά. Και γι’ αυτό φταίνε τρεις παράγοντες. Για αρχή η σκηνοθεσία. Ο McTeigue είναι ένας ικανός οργανωτής σκήνων που τις φιλμάρει με αποτελεσματικότητα, αλλά δεν διαθέτει καθόλου φαντασία. Με αποτέλεσμα η ταινία να κουράζει και να μην διαφέρει σε τίποτα από όλες τις άλλες. Άσε δε που από την τόση ψηφιακή «διόρθωση» που έχει υποστεί, ακόμη και οι απλούστερες σκηνές φαίνονται ψεύτικες. Αυτή, λοιπόν, η ανέμπνευστη σκηνοθεσία είναι ακόμα χειρότερη όταν συνοδεύεται κι από (ο δεύτερος παράγοντας) ένα εντελώς φλατ σενάριο. Υπόθεση απλή που συναντάς σε ένα CSI ή μια οποιαδήποτε άλλη σειρά μυστήριου, κανένας ρυθμός, καμία ανάπτυξη χαρακτήρων, καμία αγωνία και όπως πάντα γνωρίζεις από πριν τι θα γίνει και πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση.
Όσο χαλιά, όμως, κι αν είναι η ιστορία, δεν είναι το σενάριο το χειρότερο συστατικό του «Κορακιού». Και περνάμε στις ερμηνείες… Το θλιβερό κομμάτι του έργου. Είναι νομίζω η πρώτη ταινία που ο κάθε ηθοποιός νομίζει ότι παίζει σε διαφορετικό είδος. Δεν θα αναφερθώ σε έναν προς έναν ξεχωριστά, θα επικεντρωθώ μόνο στον John Cusack. Είναι λίαν φανερό ότι η καριέρα του έχει αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Συμμέτοχες σε ταινίες όπως 2012 και Ένα Τρελό Τρελό Τζακούζι δεν τις λες και τις καλύτερες επιλογές. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταφέρνει το αμίμητο. Φτάνει τα ερμηνευτικά επίπεδα αθλιότητας του Nicolas Cage. Δεν έχει ιδέα του τι κάνει. Άλλοτε είναι σοβαρός και μυστήριος, άλλοτε χαζός και ρομαντικός και συνέχεια μα συνεχεία, φωνάζει. Κάποια στιγμή, βγάζει μια άσχετη κραυγή φωνάζοντας «Emilyyyy», που θα μου μείνει αξέχαστη.
Εν ολίγοις, η ταινία δεν έχει καμία σχέση με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Είναι απλά ένα ακόμη θρίλερ με βάση ένα χιλιοειπωμένο σενάριο, μια χωρίς φαντασία σκηνοθεσία κι έναν υπερβολικό ερμηνευτικά πρωταγωνιστή. Σίγουρα θα βρει το κοινό του, αλλά η σύσταση μου… προσπεράστε το.
Δεν υπάρχει, όμως, χειρότερο συναίσθημα όταν όλες αυτές οι υψηλές προσδοκίες διαλύονται, όταν το έργο αποδεικνύεται μεγάλη βλακεία. Και είναι ακόμα χειρότερο το συναίσθημα όταν η αρχή του σε προϊδεάζει για κάτι καλό. Έτσι και με το «Κοράκι». Η ταινία ξεκινά καλά. Όλα τα απαραίτητα στοιχειά που θα σε κάνουν να περιμένεις να δεις ένα αξιοπρεπές τουλάχιστον θρίλερ δίνουν το παρόν. Υπάρχουν όλα τα ατμοσφαιρικά κλισέ που οι δημιουργοί τέτοιων ταινιών χρησιμοποιούν (φανάρια, ομίχλη, αποχετεύσεις), υπάρχει η απαραίτητη σκοτεινή ατμόσφαιρα που προμηνύει τον κίνδυνο και πάνω από όλα (θα επαναλάβω λίγο τον εαυτό μου εδώ) υπάρχει το υπόβαθρο. Γιατί το να πάρεις μια από τις πιο διάσημες λογοτεχνικές φωνές ιστοριών φρίκης και να τη μετατρέψεις σε μια, σε στυλ Σέρλοκ Χολμς με μια δόση Se7en, ταινία μυστηρίου μοιάζει να είναι μια ελκυστική και άκρως ενδιαφέρουσα ιδέα. Μια ιδέα, όμως, που μετά από το πρώτο μισάωρο σπαταλιέται και πότε δεν αναπτύσσεται σωστά. Και γι’ αυτό φταίνε τρεις παράγοντες. Για αρχή η σκηνοθεσία. Ο McTeigue είναι ένας ικανός οργανωτής σκήνων που τις φιλμάρει με αποτελεσματικότητα, αλλά δεν διαθέτει καθόλου φαντασία. Με αποτέλεσμα η ταινία να κουράζει και να μην διαφέρει σε τίποτα από όλες τις άλλες. Άσε δε που από την τόση ψηφιακή «διόρθωση» που έχει υποστεί, ακόμη και οι απλούστερες σκηνές φαίνονται ψεύτικες. Αυτή, λοιπόν, η ανέμπνευστη σκηνοθεσία είναι ακόμα χειρότερη όταν συνοδεύεται κι από (ο δεύτερος παράγοντας) ένα εντελώς φλατ σενάριο. Υπόθεση απλή που συναντάς σε ένα CSI ή μια οποιαδήποτε άλλη σειρά μυστήριου, κανένας ρυθμός, καμία ανάπτυξη χαρακτήρων, καμία αγωνία και όπως πάντα γνωρίζεις από πριν τι θα γίνει και πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση.
Όσο χαλιά, όμως, κι αν είναι η ιστορία, δεν είναι το σενάριο το χειρότερο συστατικό του «Κορακιού». Και περνάμε στις ερμηνείες… Το θλιβερό κομμάτι του έργου. Είναι νομίζω η πρώτη ταινία που ο κάθε ηθοποιός νομίζει ότι παίζει σε διαφορετικό είδος. Δεν θα αναφερθώ σε έναν προς έναν ξεχωριστά, θα επικεντρωθώ μόνο στον John Cusack. Είναι λίαν φανερό ότι η καριέρα του έχει αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Συμμέτοχες σε ταινίες όπως 2012 και Ένα Τρελό Τρελό Τζακούζι δεν τις λες και τις καλύτερες επιλογές. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταφέρνει το αμίμητο. Φτάνει τα ερμηνευτικά επίπεδα αθλιότητας του Nicolas Cage. Δεν έχει ιδέα του τι κάνει. Άλλοτε είναι σοβαρός και μυστήριος, άλλοτε χαζός και ρομαντικός και συνέχεια μα συνεχεία, φωνάζει. Κάποια στιγμή, βγάζει μια άσχετη κραυγή φωνάζοντας «Emilyyyy», που θα μου μείνει αξέχαστη.
Εν ολίγοις, η ταινία δεν έχει καμία σχέση με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Είναι απλά ένα ακόμη θρίλερ με βάση ένα χιλιοειπωμένο σενάριο, μια χωρίς φαντασία σκηνοθεσία κι έναν υπερβολικό ερμηνευτικά πρωταγωνιστή. Σίγουρα θα βρει το κοινό του, αλλά η σύσταση μου… προσπεράστε το.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου