Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια. Και συγκεκριμένα από το 1990 και το Ο Ψαλιδοχέρης. Φυσικά μιλάω για το ντουέτο Burton/Depp, το οποίο μέχρι στιγμής μας έχει δώσει καλές και κακές ταινίες. Στο μυαλό μου το σκορ είναι τρία-τρία. Ο Ψαλιδοχέρης, Εντ Γουντ, Ο Μύθος του Ακέφαλου Καβαλάρη στα καλά. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ, Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας στα κάκιστα. Οι προσδοκίες μου, λοιπόν, για τη νέα συνεργασία τους ήταν ανάμικτες. Χαμηλές μεν αλλά όχι μηδαμινές, λόγω του θέματος με το οποίο καταπιάνονται. Το «Dark Shadows» ήταν μια επιτυχημένη γκόθικ σαπουνόπερα. Λυκάνθρωποι, ζόμπι, τεχνητά τέρατα, μάγισσες, ταξίδια στον χρόνο, παράλληλα σύμπαντα, ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά της. Ιδανικό πρότζεκτ, σκέφτηκα αμέσως, για το υπέρ-επιτυχημένο δίδυμο. Πίστεψα πως είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάτι πραγματικά ξεχωριστό με το συγκεκριμένο υλικό. Σκέφτηκα ότι ο Burton ήταν το τέλειο πρόσωπο για μεταφέρει το υλικό στη μεγάλη οθόνη, ή τουλάχιστον ο Tim Burton της δεκαετίας του 1980 και του 1990. Δυστυχώς, διαψεύθηκα.
Καλλιτεχνικά ιδιόμορφες, σκοτεινές, απόκοσμες, παράξενα όμορφες, σε αντίθεση με οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι σήμερα. Αυτές είναι μερικές λέξεις και φράσεις που χαρακτήριζαν παλιότερα τις ταινίες του Tim Burton. Δυστυχώς, όμως, έχουμε να δούμε εδώ και καιρό μια τέτοια ταινία από εκείνον. Βλέποντας το «Dark Shadows», ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμα ανιαρή, επαναλαμβανόμενη προσθήκη στη φιλμογραφία του Tim Burton, όπου πλέον το μοναδικό γούστο του στα γραφικά είναι πανταχού πάρων χωρίς να προσφέρει τίποτα καινοτόμο, τα διάφορα ιδιαίτερα σκηνικά που χρησιμοποίει, εδώ μεγάλα σπίτια με περίεργα έπιπλα, έχουν καταντήσει βαρετά και τα κοστούμια είναι θλιβερά τυπικά. Αυτό, όμως, ισχύει και για τις τρεις προηγούμενες συνεργασίες τους. Εδώ το πράγμα ξέφυγε κατά πολύ σε όλα τα επίπεδα. Γραμμένο από τον Seth Grahame-Smith (το μυθιστόρημα του οποίου, το Abraham Lincoln: Vampire Hunter, ετοιμάζεται να γίνει ταινία), το φιλμ δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι μια παρωδία, μια κωμωδία τρόμου, ένα ατμοσφαιρικό μελόδραμα και καταλήγει να είναι όλα μαζί και παράλληλα να μην είναι τίποτα απολύτως. Ο τόνος της ταινίας είναι αφηρημένος. Η έναρξη του είναι εξαιρετικά σοβαρή, μετά αποκλίνει και πάει προς το κλασσικό ύφος του Burton, τη μαύρη κωμωδία, μετά γίνεται λίγο θρίλερ, υστέρα πάει ξανά σε πιο σοβαρό ύφος και καταλήγει σε ένα εντελώς γελοίο φινάλε. Κι εμείς δεν ξέρουμε τι θα πρέπει να αισθανθούμε: κάποια αγωνία; Μυστήριο; Ενθουσιασμό; Ιδέα δεν έχω…
Και επειδή η ταινία δεν έχει αποφασίσει ποιο είδος θέλει να ακολουθήσει, η ιστορία της πλήττεται εξίσου. Μοιάζει λες και το σενάριο ήταν γραμμένο μισό όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βρίθει από λάθη. Προχωράει από σκηνή σε σκηνή τυχαία χωρίς μια ισχυρή αφήγηση, δεν δίνεται καθόλου χρόνος για να αναπτυχτούν οι βασικοί χαρακτήρες, υπάρχουν πολλές σκηνές που, ειλικρινά, απλά δεν χρειάζονταν, ενώ κάποιες αποκαλύψεις της τελευταίας στιγμής για ορισμένους χαρακτήρες περιλαμβάνονται μόνο για τη δημιουργία σίκουελ. Νομίζω, ειλικρινά, ότι ο Burton απλά δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει με την ταινία και το χειρότερο δεν φάνηκε καν να τον νοιάζει. Σίγουρα το πιο «τεμπέλικο» έργο της καριέρας του. Μια ακόμα μεγάλη αδυναμία είναι η επιλογή του Burton να χρησιμοποιήσει τους ίδιους ηθοποιούς από όλες του τις ταινίες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έχουμε την Helena Bonham Carter σε έναν ακόμα καρικατουρίστικο ρόλο και τον Johnny Depp με διαφορετική περούκα. Michelle Pfeiffer, Jackie Earle Haley, Jonny Lee Miller, Bella Heathcote και η Chloe Grace Moretz είναι τρομερά υποχρησιμοποιημένοι (δεν θα αναφερθώ καν στον Christopher Lee). Η μόνη που ξεχωρίζει πραγματικά είναι η Eva Green. Να πω εδώ ότι το μουσικό σκορ, του επίσης μόνιμου συνεργού του Burton, Danny Elfman, δεν είναι καν άξιο λόγου.
Στην τελική, μια μετριότητα που όσο περισσότερο τη σκέφτομαι, τόσο περισσότερο δεν μου αρέσει. Μάλλον θα ακολουθήσω το παράδειγμα του Burton και απλά δεν θα πολυασχοληθώ.
Καλλιτεχνικά ιδιόμορφες, σκοτεινές, απόκοσμες, παράξενα όμορφες, σε αντίθεση με οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι σήμερα. Αυτές είναι μερικές λέξεις και φράσεις που χαρακτήριζαν παλιότερα τις ταινίες του Tim Burton. Δυστυχώς, όμως, έχουμε να δούμε εδώ και καιρό μια τέτοια ταινία από εκείνον. Βλέποντας το «Dark Shadows», ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμα ανιαρή, επαναλαμβανόμενη προσθήκη στη φιλμογραφία του Tim Burton, όπου πλέον το μοναδικό γούστο του στα γραφικά είναι πανταχού πάρων χωρίς να προσφέρει τίποτα καινοτόμο, τα διάφορα ιδιαίτερα σκηνικά που χρησιμοποίει, εδώ μεγάλα σπίτια με περίεργα έπιπλα, έχουν καταντήσει βαρετά και τα κοστούμια είναι θλιβερά τυπικά. Αυτό, όμως, ισχύει και για τις τρεις προηγούμενες συνεργασίες τους. Εδώ το πράγμα ξέφυγε κατά πολύ σε όλα τα επίπεδα. Γραμμένο από τον Seth Grahame-Smith (το μυθιστόρημα του οποίου, το Abraham Lincoln: Vampire Hunter, ετοιμάζεται να γίνει ταινία), το φιλμ δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι μια παρωδία, μια κωμωδία τρόμου, ένα ατμοσφαιρικό μελόδραμα και καταλήγει να είναι όλα μαζί και παράλληλα να μην είναι τίποτα απολύτως. Ο τόνος της ταινίας είναι αφηρημένος. Η έναρξη του είναι εξαιρετικά σοβαρή, μετά αποκλίνει και πάει προς το κλασσικό ύφος του Burton, τη μαύρη κωμωδία, μετά γίνεται λίγο θρίλερ, υστέρα πάει ξανά σε πιο σοβαρό ύφος και καταλήγει σε ένα εντελώς γελοίο φινάλε. Κι εμείς δεν ξέρουμε τι θα πρέπει να αισθανθούμε: κάποια αγωνία; Μυστήριο; Ενθουσιασμό; Ιδέα δεν έχω…
Και επειδή η ταινία δεν έχει αποφασίσει ποιο είδος θέλει να ακολουθήσει, η ιστορία της πλήττεται εξίσου. Μοιάζει λες και το σενάριο ήταν γραμμένο μισό όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βρίθει από λάθη. Προχωράει από σκηνή σε σκηνή τυχαία χωρίς μια ισχυρή αφήγηση, δεν δίνεται καθόλου χρόνος για να αναπτυχτούν οι βασικοί χαρακτήρες, υπάρχουν πολλές σκηνές που, ειλικρινά, απλά δεν χρειάζονταν, ενώ κάποιες αποκαλύψεις της τελευταίας στιγμής για ορισμένους χαρακτήρες περιλαμβάνονται μόνο για τη δημιουργία σίκουελ. Νομίζω, ειλικρινά, ότι ο Burton απλά δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει με την ταινία και το χειρότερο δεν φάνηκε καν να τον νοιάζει. Σίγουρα το πιο «τεμπέλικο» έργο της καριέρας του. Μια ακόμα μεγάλη αδυναμία είναι η επιλογή του Burton να χρησιμοποιήσει τους ίδιους ηθοποιούς από όλες του τις ταινίες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έχουμε την Helena Bonham Carter σε έναν ακόμα καρικατουρίστικο ρόλο και τον Johnny Depp με διαφορετική περούκα. Michelle Pfeiffer, Jackie Earle Haley, Jonny Lee Miller, Bella Heathcote και η Chloe Grace Moretz είναι τρομερά υποχρησιμοποιημένοι (δεν θα αναφερθώ καν στον Christopher Lee). Η μόνη που ξεχωρίζει πραγματικά είναι η Eva Green. Να πω εδώ ότι το μουσικό σκορ, του επίσης μόνιμου συνεργού του Burton, Danny Elfman, δεν είναι καν άξιο λόγου.
Στην τελική, μια μετριότητα που όσο περισσότερο τη σκέφτομαι, τόσο περισσότερο δεν μου αρέσει. Μάλλον θα ακολουθήσω το παράδειγμα του Burton και απλά δεν θα πολυασχοληθώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου