Είναι ελάχιστες οι ταινίες για τις οποίες, αφού τελειώσουν, συνειδητοποιείς ότι οι προσδοκίες που είχες για αυτές έχουν ικανοποιηθεί. Δεν τις ξεπέρασε, ούτε απογοήτευσε, απλά είναι ακριβώς αυτό που περίμενες να δεις. Μια τέτοια ταινία είναι και ο «Μπάτλερ» του Lee Daniels, μια ως επί το πλείστον ενδιαφέρουσα, ελευθέρα βασισμένη σε αληθινή γεγονότα ιστορία για την τριακονταετή σταδιοδρομία ενός μπάτλερ στον Λευκό Οίκο. Επικεντρωνόμενο κυρίως στις φυλετικές αλλαγές που γνώρισε η Αμερική όλα αυτά τα χρόνια, η ταινία του Lee Daniels διαθέτει μια ιστορία που κατά κύριο λόγο θα πρέπει να ακούσετε.
Αν και η πλοκή μοιάζει να επικεντρώνεται κυρίως στον μπάτλερ Cecil Gaines, ο ίδιος δεν είναι παρά ένα κομμάτι της πολύ μεγαλύτερης ιστορίας που ο Daniels θέλει να διηγηθεί. Εκτελώντας χρέη σεναριογράφου, ο Danny Strong («Η Καταμέτρηση», «Game Change») κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια στο να απεικονίσει πολλά ιστορικά γεγονότα, αλλά και πολλούς χαρακτήρες κάτω από τα στενά πλαίσια μιας δίωρης διάρκειας, αποφεύγοντας επιτυχημένα το λάθος τού να κάνει κάθε ένα άτομο το φερέφωνο για οποιαδήποτε πτυχή του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Ισχυρότερο όταν ασχολείται με τη δυναμική της οικογενείας, αλλά παράξενα αδύναμο όταν μοιάζει υποχρεωμένο να μιλήσει για ορισμένες ιστορικές περιόδους, το σενάριο του Strong, παρά τις εποχές που περνά και τις συμπτώσεις στις οποίες υποπίπτει, δεν παύει ποτέ να είναι ένα αξέχαστο ταξίδι αυτοπροσδιορισμού και φυλετικής ισότητας.
Σκηνοθετικά, αναλαμβάνοντας ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα, ο Daniels δεν χάνει το προκλητικό του ύφος (μιλάμε ούτος ή άλλως για έναν άνθρωπο που δεν έχει δείξει σημάδια λεπτότητας) και καταφέρνει να εμφυσήσει στο φιλμ την ένταση της «Μονάκριβης», αλλά και λίγο από τον προκλητικό χαρακτήρα του «Paperboy». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός άκρως απολαυστικού αλλά και συγκινητικού έργου με σωστό ρυθμό κι αποφυγή κηρυγμάτων, αφήνοντας τις εικόνες αλλά και τους ηθοποιούς να πουν την ιστορία τους. Και μιας κι ανέφερα τους ηθοποιούς, όπως πάντα ο Daniels τα καταφέρνει περίφημα στην καθοδήγηση τους. Παρόλο που κουμαντάρει πολλούς και διάσημους ηθοποιούς, φτιάχνει μια ταινία γεμάτη υπέροχες ερμηνείες από όλους μαζί, αλλά κι από τον καθένα χωριστά.
Οι David Oyelowo, Yaya Alafia και Cuba Gooding Jr. ξεχωρίζουν από το πολυπληθές καστ, είναι όμως το πρωταγωνιστικό δίδυμο που κλέβει την παράσταση. Στον ρόλο του κεντρικού χαρακτήρα, ο Forest Whitaker, θυμίζοντας μας γιατί είναι βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός, δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία επιδεικνύοντας ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων. Ακόμα καλύτερη του, δε, είναι η Oprah Winfrey στον ρόλο της γυναικάς του, Gloria Gaines. Η διάσημη τηλεοπτική περσόνα επιστρέφει δυναμικά στα κινηματογραφικά δρώμενα. Κάνοντας δίκες της τις σκηνές στις οποίες συμμετέχει, ανάβοντας την οθόνη οπότε εμφανίζεται και διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μας ακόμα και τις στιγμές που η ταινία μοιάζει να χάνει τον προορισμό της, η ήδη υποψηφία για Όσκαρ Oprah μας θυμίζει ότι είναι πρωτίστως ηθοποιός.
Όπως είπα και στην αρχή, το «Ο Μπάτλερ» είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις. Η προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε μια ζωή γεμάτη ακεραιότητα κάτω από τις απειλητικές και ταπεινωτικές συνθήκες του ρατσισμού, παρουσιασμένη μέσω μιας άρτιας παραγωγής και ερμηνευμένη υπέροχα από όλους. Τίποτε περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Αν και η πλοκή μοιάζει να επικεντρώνεται κυρίως στον μπάτλερ Cecil Gaines, ο ίδιος δεν είναι παρά ένα κομμάτι της πολύ μεγαλύτερης ιστορίας που ο Daniels θέλει να διηγηθεί. Εκτελώντας χρέη σεναριογράφου, ο Danny Strong («Η Καταμέτρηση», «Game Change») κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια στο να απεικονίσει πολλά ιστορικά γεγονότα, αλλά και πολλούς χαρακτήρες κάτω από τα στενά πλαίσια μιας δίωρης διάρκειας, αποφεύγοντας επιτυχημένα το λάθος τού να κάνει κάθε ένα άτομο το φερέφωνο για οποιαδήποτε πτυχή του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Ισχυρότερο όταν ασχολείται με τη δυναμική της οικογενείας, αλλά παράξενα αδύναμο όταν μοιάζει υποχρεωμένο να μιλήσει για ορισμένες ιστορικές περιόδους, το σενάριο του Strong, παρά τις εποχές που περνά και τις συμπτώσεις στις οποίες υποπίπτει, δεν παύει ποτέ να είναι ένα αξέχαστο ταξίδι αυτοπροσδιορισμού και φυλετικής ισότητας.
Σκηνοθετικά, αναλαμβάνοντας ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα, ο Daniels δεν χάνει το προκλητικό του ύφος (μιλάμε ούτος ή άλλως για έναν άνθρωπο που δεν έχει δείξει σημάδια λεπτότητας) και καταφέρνει να εμφυσήσει στο φιλμ την ένταση της «Μονάκριβης», αλλά και λίγο από τον προκλητικό χαρακτήρα του «Paperboy». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός άκρως απολαυστικού αλλά και συγκινητικού έργου με σωστό ρυθμό κι αποφυγή κηρυγμάτων, αφήνοντας τις εικόνες αλλά και τους ηθοποιούς να πουν την ιστορία τους. Και μιας κι ανέφερα τους ηθοποιούς, όπως πάντα ο Daniels τα καταφέρνει περίφημα στην καθοδήγηση τους. Παρόλο που κουμαντάρει πολλούς και διάσημους ηθοποιούς, φτιάχνει μια ταινία γεμάτη υπέροχες ερμηνείες από όλους μαζί, αλλά κι από τον καθένα χωριστά.
Οι David Oyelowo, Yaya Alafia και Cuba Gooding Jr. ξεχωρίζουν από το πολυπληθές καστ, είναι όμως το πρωταγωνιστικό δίδυμο που κλέβει την παράσταση. Στον ρόλο του κεντρικού χαρακτήρα, ο Forest Whitaker, θυμίζοντας μας γιατί είναι βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός, δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία επιδεικνύοντας ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων. Ακόμα καλύτερη του, δε, είναι η Oprah Winfrey στον ρόλο της γυναικάς του, Gloria Gaines. Η διάσημη τηλεοπτική περσόνα επιστρέφει δυναμικά στα κινηματογραφικά δρώμενα. Κάνοντας δίκες της τις σκηνές στις οποίες συμμετέχει, ανάβοντας την οθόνη οπότε εμφανίζεται και διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μας ακόμα και τις στιγμές που η ταινία μοιάζει να χάνει τον προορισμό της, η ήδη υποψηφία για Όσκαρ Oprah μας θυμίζει ότι είναι πρωτίστως ηθοποιός.
Όπως είπα και στην αρχή, το «Ο Μπάτλερ» είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις. Η προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε μια ζωή γεμάτη ακεραιότητα κάτω από τις απειλητικές και ταπεινωτικές συνθήκες του ρατσισμού, παρουσιασμένη μέσω μιας άρτιας παραγωγής και ερμηνευμένη υπέροχα από όλους. Τίποτε περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου