Για ένα φιλμ που μαζεύει τόσα βραβεία κι επαίνους ως μια ασυμβίβαστη ματιά στην κουλτούρα των σκλάβων στον βαθύ νότο, έχω να πω ότι βρήκα το «12 Χρόνια Σκλάβος» κάπως λειψό. Με κάθε ειλικρίνεια, δεν υπήρχε κάτι που μου έδωσε μια βαθύτερη κατανόηση του «πραγματικού» κόσμου της δουλείας, όπως τόσοι πολλοί έχουν ισχυριστεί. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα πάντα σε αυτή την ταινία είναι εντελώς ρεαλιστικά, ενώ είμαι βέβαιος ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι φρόντισαν τη διατήρηση της αυθεντικότητας του όλου εγχειρήματος, αλλά στο τέλος, τίποτα δεν βοήθησε στην παροχή μιας οποιαδήποτε σκληρότερης απεικόνισης της δουλείας από οτιδήποτε είχα δει παλιότερα.
Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν μειώνει τα επιτεύγματα που διαθέτει η ταινία. Πρώτα απ` όλα, το σενάριο είναι διαφορετικό από τις άλλες ιστορίες σκλάβων που ξέρουμε. Έχουμε δει ανθρώπους να οδηγούνται από την Αφρική στη σκλαβιά (Amistad), να πωλούνται και να αγοράζονται (Django, ο Τιμωρός), να συλλαμβάνονται και ούτω καθεξής, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε έναν ελεύθερο άνθρωπο να απαγάγεται με σαφή σκοπό τη δουλεία.
Ο Solomon Northrup είναι ένας επιτυχημένος μουσικός και οικογενειάρχης. Όταν η σύζυγος και τα παιδιά του φεύγουν, προσεγγίζεται από δύο άνδρες που του προσφέρουν δουλειά. Επειδή γνωρίζουμε την ιστορία (και τον τίτλο), γνωρίζουμε ότι αυτό είναι απλά ένα τέχνασμα σχεδιασμένο για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του προκειμένου να οδηγήσει στην εύκολη σύλληψή του. Σενάριο τραβηγμένο σε πρώτη φάση, αφού αναρωτιέσαι γιατί να μπει κάποιος σε τόσο κόπο για να συλλάβει έναν άνδρα, όλα όμως εξηγούνται μέσα από την ιστορία. Έτσι, λοιπόν, ξεκινά το ταξίδι του Solomon στη σκλαβιά.
Με τον σκηνοθέτη να μην παρακάμπτει ούτε στιγμή από την πορεία της αφήγησης του, το «12 Χρόνια Σκλάβος» μας παρέχει μια, χωρίς λογοκρισία, ματιά στο πώς λειτουργεί το δουλεμπόριο. Και όπως πάντα το πιο ενοχλητικό μέρος δεν είναι η βιαιότητα των δουλεμπόρων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι δουλέμποροι φαίνονται εντελώς συμφιλιωμένοι με τη διαδικασία.
Η ταινία εστιάζει στην πλειοψηφία της στο κομμάτι εκείνο σχετικά με τη σκληρή πραγματικότητα της βιαιότητας των δουλεμπόρων. Τιμωρία, μαστιγώσεις, ταπείνωση και τα λοιπά. Στην πραγματικότητα, όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι νέο, τίποτα δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σε άλλες ταινίες. Εκείνο που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος που οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους δημιουργώντας το δράμα, όχι απλά αυτό που κάνουν ο ένας στον άλλο. Η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι απλά αρχέτυπα, αλλά πλήρως σκιαγραφημένοι άνθρωποι με πεποιθήσεις και κίνητρα. Οι περισσότερες ιστορίες σκλάβων είναι συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο σκλάβος εναντίον του κακού ιδιοκτήτη σκλάβων. Εδώ, δεν ανταγωνίζονται τον άνθρωπο, αλλά και τις κοινωνικές δομές.
Η έκβαση της μπορεί να σας αφήσει να θέλετε περισσότερα. Ίσως γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, να αποζητάτε την ανάγκη για εκδίκηση. Η αποκάλυψη στον επίλογο θα κάνει σίγουρο το τέλος πιο γλυκόπικρο. Από εκεί και πέρα, όμως, όσο καλή κι αν ήταν η ταινία υποκριτικά (η Lupita NyongΑo στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση θα διεκδικήσει επάξια το Όσκαρ Β` γυναικείου ρόλου), όσο σωστή ήταν η σκηνοθεσία κι όσο σαγηνευτική γινόταν η ιστορία καθώς προχωρούσε, στο τέλος δεν μπορείς παρά να αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό που διαχωρίζει τις απλώς καλές ταινίες από τις σπουδαίες ταινίες είναι ο τρόπος που αισθάνεται κάποιος όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Σου παρείχε μια συναισθηματική αντίδραση; Σκέφτεσαι την ταινία καθώς γυρνάς σπίτι; Τη σκέφτεσαι μήπως τις επόμενες μέρες; Η απάντηση είναι όχι. Ίσως είμαι πολύ απευαισθητοποιημένος με τη βία, ίσως έχω δει τόσα πολλά σε τόσο πολλές ταινίες που δεν με επηρεάζουν όλα όσο πρέπει. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι η ταινία δεν θα καταφέρει να επηρεάσει το ευρύ κοινό όπως θα έπρεπε. Και λόγω αυτού, δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλά καλή.
Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν μειώνει τα επιτεύγματα που διαθέτει η ταινία. Πρώτα απ` όλα, το σενάριο είναι διαφορετικό από τις άλλες ιστορίες σκλάβων που ξέρουμε. Έχουμε δει ανθρώπους να οδηγούνται από την Αφρική στη σκλαβιά (Amistad), να πωλούνται και να αγοράζονται (Django, ο Τιμωρός), να συλλαμβάνονται και ούτω καθεξής, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε έναν ελεύθερο άνθρωπο να απαγάγεται με σαφή σκοπό τη δουλεία.
Ο Solomon Northrup είναι ένας επιτυχημένος μουσικός και οικογενειάρχης. Όταν η σύζυγος και τα παιδιά του φεύγουν, προσεγγίζεται από δύο άνδρες που του προσφέρουν δουλειά. Επειδή γνωρίζουμε την ιστορία (και τον τίτλο), γνωρίζουμε ότι αυτό είναι απλά ένα τέχνασμα σχεδιασμένο για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του προκειμένου να οδηγήσει στην εύκολη σύλληψή του. Σενάριο τραβηγμένο σε πρώτη φάση, αφού αναρωτιέσαι γιατί να μπει κάποιος σε τόσο κόπο για να συλλάβει έναν άνδρα, όλα όμως εξηγούνται μέσα από την ιστορία. Έτσι, λοιπόν, ξεκινά το ταξίδι του Solomon στη σκλαβιά.
Με τον σκηνοθέτη να μην παρακάμπτει ούτε στιγμή από την πορεία της αφήγησης του, το «12 Χρόνια Σκλάβος» μας παρέχει μια, χωρίς λογοκρισία, ματιά στο πώς λειτουργεί το δουλεμπόριο. Και όπως πάντα το πιο ενοχλητικό μέρος δεν είναι η βιαιότητα των δουλεμπόρων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι δουλέμποροι φαίνονται εντελώς συμφιλιωμένοι με τη διαδικασία.
Η ταινία εστιάζει στην πλειοψηφία της στο κομμάτι εκείνο σχετικά με τη σκληρή πραγματικότητα της βιαιότητας των δουλεμπόρων. Τιμωρία, μαστιγώσεις, ταπείνωση και τα λοιπά. Στην πραγματικότητα, όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι νέο, τίποτα δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σε άλλες ταινίες. Εκείνο που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος που οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους δημιουργώντας το δράμα, όχι απλά αυτό που κάνουν ο ένας στον άλλο. Η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι απλά αρχέτυπα, αλλά πλήρως σκιαγραφημένοι άνθρωποι με πεποιθήσεις και κίνητρα. Οι περισσότερες ιστορίες σκλάβων είναι συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο σκλάβος εναντίον του κακού ιδιοκτήτη σκλάβων. Εδώ, δεν ανταγωνίζονται τον άνθρωπο, αλλά και τις κοινωνικές δομές.
Η έκβαση της μπορεί να σας αφήσει να θέλετε περισσότερα. Ίσως γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, να αποζητάτε την ανάγκη για εκδίκηση. Η αποκάλυψη στον επίλογο θα κάνει σίγουρο το τέλος πιο γλυκόπικρο. Από εκεί και πέρα, όμως, όσο καλή κι αν ήταν η ταινία υποκριτικά (η Lupita NyongΑo στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση θα διεκδικήσει επάξια το Όσκαρ Β` γυναικείου ρόλου), όσο σωστή ήταν η σκηνοθεσία κι όσο σαγηνευτική γινόταν η ιστορία καθώς προχωρούσε, στο τέλος δεν μπορείς παρά να αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό που διαχωρίζει τις απλώς καλές ταινίες από τις σπουδαίες ταινίες είναι ο τρόπος που αισθάνεται κάποιος όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Σου παρείχε μια συναισθηματική αντίδραση; Σκέφτεσαι την ταινία καθώς γυρνάς σπίτι; Τη σκέφτεσαι μήπως τις επόμενες μέρες; Η απάντηση είναι όχι. Ίσως είμαι πολύ απευαισθητοποιημένος με τη βία, ίσως έχω δει τόσα πολλά σε τόσο πολλές ταινίες που δεν με επηρεάζουν όλα όσο πρέπει. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι η ταινία δεν θα καταφέρει να επηρεάσει το ευρύ κοινό όπως θα έπρεπε. Και λόγω αυτού, δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλά καλή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου