Με βάση την πρώτη πειρατεία που έγινε σε φορτηγό πλοίο των ΗΠΑ εδώ και διακόσια χρόνια, το «Captain Phillips» είναι μια τεταμένη κινηματογραφική εμπειρία. Ο Paul Greengrass, καθόλου ξένος στη δημιουργία ταινιών με πολύ σασπένς («Πτήση 93», η τριλογία «Bourne»), σκηνοθετεί αυτή την αληθινή ιστορία με το χαρακτηριστικό ντοκιμαντερίστικο στυλ του, παρέχοντας μας ένα τεχνικά άρτιο αλλά άνισα δομημένο έργο.
Ο Tom Hanks πρωταγωνιστεί ως καπετάν Phillips, ένας αυστηρός τύπος που ξεκίνα από το Ομάν για να παραδώσει τα τρόφιμα και τις προμήθειες του στη Μομπάσα. Ωστόσο, σομαλοί πειρατές καταλαμβάνουν στα μέσα της διαδρομής το πλοίο ζητώντας λεφτά. Με τους πολιτισμούς των ΗΠΑ και της Σομαλίας να παρουσιάζονται από μια χούφτα σύντομων σκηνών αναμεμιγμένων μεταξύ τους, ένας αρκετά έξυπνος τρόπος επίδειξης των έντονων αντιθέσεων στις πολιτιστικές συμπεριφορές κι ανάγκες επιβίωσης, αυτή η πρώτη πράξη, η οποία καταλαμβάνει περίπου το ήμισυ της συνολικής διάρκειας της ταινίας, είναι αρκετά συγκλονιστική και σε έχει κυριολεκτικά στην τσίτα. Η δομή της θυμίζει μια ταινία δράσης χωρίς όμως τους στερεότυπους καλούς και κακούς. Ρίχνοντας φως και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης, χωρίς ποτέ να διαλέγει πλευρά, η ταινία του Greengrass συλλαμβάνει άψογα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης δράσης κάτω από ακραίες συνθήκες και επιλέγει να δημιουργήσει μια ιστορία όπου οι άνθρωποι δρουν σαν πραγματικοί άνθρωποι. Κάθε εξέλιξη γίνεται όλο και πιο ανησυχητική, ανεβάζοντας την ένταση κατακόρυφα, κρατώντας την προσοχή σου μέχρι το τέλος.
Δυστυχώς όμως το φιλμ χάνει, εν μέρει, τη δυναμική του στο δεύτερο μισό. Η μεγαλύτερη παγίδα στην όποια πέφτει είναι το γεγονός ότι όσο ο Greengrass προσπαθεί, και σαφέστατα πετυχαίνει, να κρατήσει την αδρεναλίνη σε ψηλά επίπεδα, τόσο χάνει από την ιστορία του, αποδεικνύοντας ότι η απόφαση του να κινηματογραφήσει εξ ολοκλήρου την ιστορία ως ένα θρίλερ δράσης κι όχι ως ένα δράμα ήταν λανθασμένη. Με τον φόβο να μην κάνω spoiler σε αυτούς που δεν ξέρουν την πραγματική ιστορία και το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η ταινία από ένα σημείο και μετά μοιάζει να επαναλαμβάνεται και στις δύο περίπου ώρες που διαρκεί σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν κόπηκαν κάποια σημεία στο μοντάζ. Αυτό συμβαίνει γιατί παρά την εξαιρετική ατμόσφαιρα της, ορισμένες σκηνές και σεναριακές ευκολίες αφαιρούν την ανησυχία που διαθέτουμε ως κοινό, ενώ δεν βοηθάει και το γεγονός ότι ορισμένες εξελίξεις πραγματοποιούνται ακριβώς όπως τις περιμένουμε χωρίς κάποιο «τουίστ».
Είναι βέβαια σχεδόν αυτονόητο να πούμε ότι πέρα από το ελαττωματικό σενάριο του, το φιλμ αριστεύει τεχνικά κι ερμηνευτικά. Από τη μια έχουμε τον Greengrass που ενώ στα προηγούμενα έργα του είχε την τάση να βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην «κάμερα χεριού» και άλλα, για λογούς εντυπωσιασμού, κόλπα, εδώ φαίνεται να ωριμάζει. Η ταινία μεταφέρει τη δράση και την ένταση με έναν οργανικό τρόπο επιτυγχάνοντας έναν έντονο ρεαλισμό, όπου αυτά που διακυβεύονται δεν είναι ποτέ υπό αμφισβήτηση και η ιστορία δεν χάνεται. Και από την άλλη έχουμε τον Tom Hanks, ο οποίος δίνει μια από τις πιο καλύτερες ερμηνείες του εδώ και χρόνια. Χρησιμοποιώντας πλήρως τα ερμηνευτικά του ταλέντα, σκάβει βαθιά σε έναν χαρακτήρα ωμό και συναισθηματικά πολύπλοκο και αριστεύει αποτελώντας εύκολα την καρδιά της ταινίας.
Δίνοντας μια νέα προοπτική στο τι είναι πολύτιμο και τι όχι, το «Captain Phillips» είναι, πέρα από τα ελαττώματα της, μια καθηλωτική βιογραφία που θα σας κρατήσει σε εγρήγορση όπως οφείλει να κάνει κάθε μεγάλη ιστορία.
Ο Tom Hanks πρωταγωνιστεί ως καπετάν Phillips, ένας αυστηρός τύπος που ξεκίνα από το Ομάν για να παραδώσει τα τρόφιμα και τις προμήθειες του στη Μομπάσα. Ωστόσο, σομαλοί πειρατές καταλαμβάνουν στα μέσα της διαδρομής το πλοίο ζητώντας λεφτά. Με τους πολιτισμούς των ΗΠΑ και της Σομαλίας να παρουσιάζονται από μια χούφτα σύντομων σκηνών αναμεμιγμένων μεταξύ τους, ένας αρκετά έξυπνος τρόπος επίδειξης των έντονων αντιθέσεων στις πολιτιστικές συμπεριφορές κι ανάγκες επιβίωσης, αυτή η πρώτη πράξη, η οποία καταλαμβάνει περίπου το ήμισυ της συνολικής διάρκειας της ταινίας, είναι αρκετά συγκλονιστική και σε έχει κυριολεκτικά στην τσίτα. Η δομή της θυμίζει μια ταινία δράσης χωρίς όμως τους στερεότυπους καλούς και κακούς. Ρίχνοντας φως και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης, χωρίς ποτέ να διαλέγει πλευρά, η ταινία του Greengrass συλλαμβάνει άψογα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης δράσης κάτω από ακραίες συνθήκες και επιλέγει να δημιουργήσει μια ιστορία όπου οι άνθρωποι δρουν σαν πραγματικοί άνθρωποι. Κάθε εξέλιξη γίνεται όλο και πιο ανησυχητική, ανεβάζοντας την ένταση κατακόρυφα, κρατώντας την προσοχή σου μέχρι το τέλος.
Δυστυχώς όμως το φιλμ χάνει, εν μέρει, τη δυναμική του στο δεύτερο μισό. Η μεγαλύτερη παγίδα στην όποια πέφτει είναι το γεγονός ότι όσο ο Greengrass προσπαθεί, και σαφέστατα πετυχαίνει, να κρατήσει την αδρεναλίνη σε ψηλά επίπεδα, τόσο χάνει από την ιστορία του, αποδεικνύοντας ότι η απόφαση του να κινηματογραφήσει εξ ολοκλήρου την ιστορία ως ένα θρίλερ δράσης κι όχι ως ένα δράμα ήταν λανθασμένη. Με τον φόβο να μην κάνω spoiler σε αυτούς που δεν ξέρουν την πραγματική ιστορία και το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η ταινία από ένα σημείο και μετά μοιάζει να επαναλαμβάνεται και στις δύο περίπου ώρες που διαρκεί σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν κόπηκαν κάποια σημεία στο μοντάζ. Αυτό συμβαίνει γιατί παρά την εξαιρετική ατμόσφαιρα της, ορισμένες σκηνές και σεναριακές ευκολίες αφαιρούν την ανησυχία που διαθέτουμε ως κοινό, ενώ δεν βοηθάει και το γεγονός ότι ορισμένες εξελίξεις πραγματοποιούνται ακριβώς όπως τις περιμένουμε χωρίς κάποιο «τουίστ».
Είναι βέβαια σχεδόν αυτονόητο να πούμε ότι πέρα από το ελαττωματικό σενάριο του, το φιλμ αριστεύει τεχνικά κι ερμηνευτικά. Από τη μια έχουμε τον Greengrass που ενώ στα προηγούμενα έργα του είχε την τάση να βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην «κάμερα χεριού» και άλλα, για λογούς εντυπωσιασμού, κόλπα, εδώ φαίνεται να ωριμάζει. Η ταινία μεταφέρει τη δράση και την ένταση με έναν οργανικό τρόπο επιτυγχάνοντας έναν έντονο ρεαλισμό, όπου αυτά που διακυβεύονται δεν είναι ποτέ υπό αμφισβήτηση και η ιστορία δεν χάνεται. Και από την άλλη έχουμε τον Tom Hanks, ο οποίος δίνει μια από τις πιο καλύτερες ερμηνείες του εδώ και χρόνια. Χρησιμοποιώντας πλήρως τα ερμηνευτικά του ταλέντα, σκάβει βαθιά σε έναν χαρακτήρα ωμό και συναισθηματικά πολύπλοκο και αριστεύει αποτελώντας εύκολα την καρδιά της ταινίας.
Δίνοντας μια νέα προοπτική στο τι είναι πολύτιμο και τι όχι, το «Captain Phillips» είναι, πέρα από τα ελαττώματα της, μια καθηλωτική βιογραφία που θα σας κρατήσει σε εγρήγορση όπως οφείλει να κάνει κάθε μεγάλη ιστορία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου