Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Teddy Bear [3.5/5]

Το «Teddy Bear» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία από τον Δανό σκηνοθέτη Mads Mathiesen, σκηνοθέτη πολλών μικρού μήκους ταινιών, συμπεριλαμβανομένου του «Dennis» (2007), της αρχικής ταινίας που εισήγαγε τον χαρακτήρα του 38άρη μπόντι μπίλντερ με τον οποίο θα περάσετε ευχάριστα μια ώρα και κάτι σε αυτή τη γλυκιά και περίεργη ταινία ενηλικίωσης του.

Ο Dennis (Kim Kold) είναι ένας καλός άνθρωπος. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας προσέχοντας τη διατροφή του και σηκώνοντας βάρη στο γυμναστήριο της περιοχής του μέχρις ότου επιστρέψει στο μικροσκοπικό δωμάτιο του σε ένα μικρό σπίτι όπου έχει περάσει σαφώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εκεί ζει μαζί με τη δεσποτική και αυταρχική μητέρα του. Η ταινία συναντά τον Dennis λίγο αφότου έχει πάρει την απόφαση να αλλάξει τη ζωή του. Η αφοσίωση στην μητέρα του είναι εμφανής, παρά την ακατάλληλη συμμετοχή της στην καθημερινή ζωή του. Μετά από μια σειρά από κακά ραντεβού, τα μάτια του ανοίγουν στην προοπτική του να βρει μια νύφη στην Ταϊλάνδη όπως αντίστοιχα έπραξε ένας θείος του.

Εάν διαθέτετε έστω και ίχνος παλμού, τότε είναι σίγουρο πως θα αγαπήσετε αυτόν το καλόκαρδο γίγαντα καθώς ο ίδιος αδέξια βυθίζεται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο τόσο ξένο και άγνωστο όπως ο κόσμος του σεξουαλικού τουρισμού. Οποιαδήποτε προκατάληψη και αν έχετε ως θεατής απέναντι στους έντονα γυμνασμένους και ογκώδεις ανθρώπους νομίζοντας τους απότομους  αγρίους και μάγκες χάνεται μέσα στα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας. Ο Dennis είναι ένας μαζεμένος, με καλούς τρόπους, ευγενικός άνθρωπος με τον οποίο θα ταυτιστείτε άμεσα και θα υποστηρίζετε καθόλη τη διάρκεια του έργου.

Το «Teddy Bear» είναι μια απλή, αλλά επιδέξια ειπωμένη ιστορία για την ενηλικίωση, του να βρίσκεις την φωνή σου αλλά και της αναζήτησης της πραγματικής αγάπης. Η απλότητα όμως της ιστορίας είναι μόνο μια πρόσοψη, καθώς το συναισθηματικό βάθος σε επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό. Πέρα από το γεγονός ότι είναι λίγο αργή σε κάποια σημεία δεν υπάρχουν πολλά πράγματα με τα οποία μπορείς να διαμαρτυρηθείς. Από την άλλη είναι δύσκολο να πεις τι σου άρεσε περισσότερο: Η αξέχαστη και λεπτών αποχρώσεων ερμηνεία του Kim Kold ή το γεμάτο αυτοπεποίθηση σενάριο που οδηγεί τον θεατή σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας που τελικά συμβαίνει, όπως συνηθίζεται, πολύ μακριά από το σπίτι. Νομίζω το δεύτερο γιατί παρά το γεγονός ότι ακόμη και οι λιγότερο εξοικειωμένοι θεατές θα βγουν από το σινεμά έχοντας επιτυχώς προβλέψει το τέλος, είναι τόσο πλούσια και ικανοποιητική η διαδρομή μέχρι να φτάσουμε στην κατάληξη που δεν έχει σημασία αν την γνωρίζαμε από πριν. Ο τρόπος που το καταπληκτικό σενάριο των Mads Matthiesen και Martin Zandvliet πλάθει τον κεντρικό χαρακτήρα του και αυτή η αντιδιαστολή του σωματικού όγκου του πρωταγωνιστή με την καταπίεση της μητέρας του είναι κάτι το μοναδικό.

Έχουμε να κάνουμε με είδος κινηματογράφου που στηρίζεται στη στενή σχέση μεταξύ του χαρακτήρα και του κοινού προκειμένου να λειτουργήσει η ιστορία του. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το δέσιμο επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό, δεδομένου ότι είναι μια σχετικά ελαφριά ταινία, πράγμα που την καθιστά προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό, και ταυτοχρόνως συνδυάζει με εκπληκτικό ρεαλισμό το χιούμορ, τη τρυφερότητα και τον πόνο δοσμένα μέσα από μια όμορφη ιστορία ενηλικίωσης για έναν άνθρωπο ο οποίος θα έπρεπε να είχε φύγει από τα δεσμά της οικογένειας του χρόνια πριν. Κάθε επιλογή που έγινε στο «Teddy Bear» είναι σκόπιμη και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια τέλεια εκλεπτυσμένη, συναισθηματικά πλούσια ταινία που αναδεικνύει την αξία του σκηνοθέτη αλλά και το ταλέντο ολόκληρου του καστ. Ψάξτε να την δείτε με οποιοδήποτε τρόπο μπορείτε γιατί θα σας αποζημιώσει…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται