Είναι εντυπωσιακό αν σκεφτείς ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από το πρώτο Resident Evil. Και είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό αν σκεφτείς ότι αυτά τα δέκα ολόκληρα χρόνια η Alice (ο χαρακτήρας της Milla Jovovich ) δεν έχει ουσιαστικά καταφέρει τίποτα. Σοβαρά τώρα, για όλα τα πάνδεινα που έχει αντιμετωπίσει, έχει επιτύχει το απόλυτο τίποτα. Μαινόμενα ζόμπι ακόμα τρέχουν στους δρόμους. Η ίδια συνεχίζει να ξυπνάει σε ένα εργαστήριο της εταιρίας Umbrella προσπαθώντας να ξεφύγει και φυσικά ύστερα από 10 χρόνια η Κόκκινη Βασίλισσα συνεχίζει να απειλεί λέγοντας «Όλοι πρόκειται να πεθάνετε εδώ κάτω».
Η τελευταία προσθήκη, λοιπόν, σε αυτό το απέθαντο franchise είναι κατά τη γνώμη μου ένα βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση. Και αυτό γιατί παρόλο που οι «Resident Evil» ταινίες ούτως ή άλλως δεν βασίζονταν ποτέ σε μια ισχυρή ιστορία, εδώ μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί τελείως ακόμα και οποιοδήποτε προσποίηση ότι υπάρχει έστω κι ένα υποτυπώδες σενάριο, αφού το «Resident Evil: Η Τιμωρία» δεν έχει σκηνές, έχει επίπεδα. Και καθώς οι ηρωίδες και οι ήρωες μας πολεμούν προχωρώντας μέσα στα διαφορά επίπεδα (αντιγραφές των πόλεων του Τόκιο, της Νέας Υόρκης, της Ρωσίας κλπ.), ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Paul W.S. Anderson ναι μεν παρέχει ένα ενδιαφέρον οπτικό θέαμα και κάνει αποτελεσματική χρήση του 3D, αλλά όλα αυτά είναι εφήμερες απολαύσεις καθώς ο Anderson προχωράει πολύ γρήγορα στην επόμενη αναμέτρηση, δημιουργώντας μια επιφανειακή αίσθηση του ρυθμού, στερώντας μας το οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Και το σημαντικότερο μέσα σε όλο αυτό το χάος είναι ότι μετά από την επίθεση του πρώτου γιγάντιου CGI πλάσματος, τα έχουμε δει όλα. Οι αμέτρητες καταδιώξεις και οι πυροβολισμοί γίνονται, πολύ γρήγορα, μια θλιβερή, επαναλαμβανόμενη θολούρα. Η γελοιότητα, όμως, του όλου εγχειρήματος δεν βρίσκεται στις προβλέψιμες σκηνές μάχης ή στις ανεκδιήγητες ερμηνείες των ηθοποιών. Όχι, το χειρότερο μέρος όλου του έργου είναι το απαράδεκτο κομμάτι μεταξύ της Alice και της κόρης της, Becky (Aryana Engineer). Σεναριακά δεν στέκει ούτε στο ελάχιστο, ερμηνευτικά είναι κακοπαιγμένο όσο δεν πάει, ενώ το τέλος όλης αυτής της «ιδέας» εξανθρωπισμού της Alice δεν θα προκαλέσει καμιά έκπληξη σε κάποιον που έχει δει το Aliens.
Κλείνοντας, θα επανέλθω σε αυτό που έλεγα στην αρχή. Είναι τρομερά απογοητευτικό, βγαίνοντας από την αίθουσα και παρά την εξαιρετική δουλειά που έχει πέσει στην παράγωγη του έργου, να συνειδητοποιείς ότι το «Resident Evil: Η Τιμωρία», ακόμα και μετά από δέκα χρόνια, συνεχίζει να προχωράει ελάχιστα τη σειρά. Φαντάζει σαν μια ξεπετά του στυλ «ας βγάλουμε περισσότερα λεφτά» μέχρι το επόμενο σίκουελ. Θα μου πείτε, μετά από πέντε ταινίες έπρεπε να γνωρίζω ακριβώς τι πάω να δω. Ποπ κορν δράση, πολύ αίμα, πολλές σφαίρες, ζόμπι να συντρίβονται σε αργή κίνηση, καθώς και μια πληθώρα από χαρακτήρες βγαλμένους από τα παιχνίδια προς ικανοποίηση των απανταχού φανατικών. Μετά, όμως, από πέντε ταινίες δεν είναι αρκετά. Διασκεδάσαμε μια, γελάσαμε δυο, ελπίζω στην πέμπτη ταινία το κοινό να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Το «Resident Evil: Η Τιμωρία», λοιπόν, είναι αυτό που είναι. Μια κακή sci-fi ταινία δράσης, ίσως ελαφρώς διασκεδαστική κατά διαστήματα, αλλά βέβαιο ότι θα απογοητεύσει στο τέλος.
Η τελευταία προσθήκη, λοιπόν, σε αυτό το απέθαντο franchise είναι κατά τη γνώμη μου ένα βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση. Και αυτό γιατί παρόλο που οι «Resident Evil» ταινίες ούτως ή άλλως δεν βασίζονταν ποτέ σε μια ισχυρή ιστορία, εδώ μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί τελείως ακόμα και οποιοδήποτε προσποίηση ότι υπάρχει έστω κι ένα υποτυπώδες σενάριο, αφού το «Resident Evil: Η Τιμωρία» δεν έχει σκηνές, έχει επίπεδα. Και καθώς οι ηρωίδες και οι ήρωες μας πολεμούν προχωρώντας μέσα στα διαφορά επίπεδα (αντιγραφές των πόλεων του Τόκιο, της Νέας Υόρκης, της Ρωσίας κλπ.), ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Paul W.S. Anderson ναι μεν παρέχει ένα ενδιαφέρον οπτικό θέαμα και κάνει αποτελεσματική χρήση του 3D, αλλά όλα αυτά είναι εφήμερες απολαύσεις καθώς ο Anderson προχωράει πολύ γρήγορα στην επόμενη αναμέτρηση, δημιουργώντας μια επιφανειακή αίσθηση του ρυθμού, στερώντας μας το οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Και το σημαντικότερο μέσα σε όλο αυτό το χάος είναι ότι μετά από την επίθεση του πρώτου γιγάντιου CGI πλάσματος, τα έχουμε δει όλα. Οι αμέτρητες καταδιώξεις και οι πυροβολισμοί γίνονται, πολύ γρήγορα, μια θλιβερή, επαναλαμβανόμενη θολούρα. Η γελοιότητα, όμως, του όλου εγχειρήματος δεν βρίσκεται στις προβλέψιμες σκηνές μάχης ή στις ανεκδιήγητες ερμηνείες των ηθοποιών. Όχι, το χειρότερο μέρος όλου του έργου είναι το απαράδεκτο κομμάτι μεταξύ της Alice και της κόρης της, Becky (Aryana Engineer). Σεναριακά δεν στέκει ούτε στο ελάχιστο, ερμηνευτικά είναι κακοπαιγμένο όσο δεν πάει, ενώ το τέλος όλης αυτής της «ιδέας» εξανθρωπισμού της Alice δεν θα προκαλέσει καμιά έκπληξη σε κάποιον που έχει δει το Aliens.
Κλείνοντας, θα επανέλθω σε αυτό που έλεγα στην αρχή. Είναι τρομερά απογοητευτικό, βγαίνοντας από την αίθουσα και παρά την εξαιρετική δουλειά που έχει πέσει στην παράγωγη του έργου, να συνειδητοποιείς ότι το «Resident Evil: Η Τιμωρία», ακόμα και μετά από δέκα χρόνια, συνεχίζει να προχωράει ελάχιστα τη σειρά. Φαντάζει σαν μια ξεπετά του στυλ «ας βγάλουμε περισσότερα λεφτά» μέχρι το επόμενο σίκουελ. Θα μου πείτε, μετά από πέντε ταινίες έπρεπε να γνωρίζω ακριβώς τι πάω να δω. Ποπ κορν δράση, πολύ αίμα, πολλές σφαίρες, ζόμπι να συντρίβονται σε αργή κίνηση, καθώς και μια πληθώρα από χαρακτήρες βγαλμένους από τα παιχνίδια προς ικανοποίηση των απανταχού φανατικών. Μετά, όμως, από πέντε ταινίες δεν είναι αρκετά. Διασκεδάσαμε μια, γελάσαμε δυο, ελπίζω στην πέμπτη ταινία το κοινό να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Το «Resident Evil: Η Τιμωρία», λοιπόν, είναι αυτό που είναι. Μια κακή sci-fi ταινία δράσης, ίσως ελαφρώς διασκεδαστική κατά διαστήματα, αλλά βέβαιο ότι θα απογοητεύσει στο τέλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου