Σαν θέμα, το «38 Μάρτυρες» είναι εξαιρετικό. Καταπιάνεται κυρίως με την ευθύνη του ατόμου απέναντι στον συνάνθρωπο του και μέσα από αυτήν παρουσιάζει τη θλιβερή, σημερινή, κατάσταση της ανθρωπότητας. Βασισμένο στη δολοφονία της Kitty Genovese στη περιοχή Queens της Νέας Υόρκης το 1964 το έργο είναι επιτομή του πως μπορείς να πάρεις ένα σενάριο με ένα εξαιρετικό υπόβαθρο και να το μετατρέψεις σε μια εντελώς αδιάφορη ταινία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί της ταινίας μάλλον είχαν τη λανθασμένη εντύπωση ότι τα παρατεταμένα αργά χρονικά διαστήματα θα κάνουν πάντα, και σε κάθε περίπτωση, τις σποραδικές έντονες δραματικές εκρήξεις πιο ισχυρές. Κάτι τέτοιο όμως εδώ δεν επιτυγχάνεται σωστά με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να έχουμε μια ταινία που, πέρα από την άκρως ενδιαφέρουσα εναρκτήρια σεκάνς, χάνει στροφές από τα πρώτα κιόλας λεπτά της. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερο όταν ο Βέλγος σκηνοθέτης Lucas Belvaux κάνει το λάθος (δεν έχω διαβάσει το βιβλίο όποτε δεν μπορώ να γνωρίζω αν είναι καλά προσαρμοσμένο) και ανάγει την ταινία σε ένα είδος περίεργης θεωρίας συνωμοσίας γύρω από ένα και μόνο μάρτυρα όπου για κανένα απολύτως λόγο αντιμετωπίζεται ως προδότης. Με τους χαρακτήρες να συμπεριφέρονται εντελώς αφύσικα λες και έγινε το έγκλημα του αιώνα και τους ηθοποιούς να προσπαθούν να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν, έχοντας μια διαρκώς μια φάτσα μέσα στην αγωνία, εμάς μας έχει πάρει ο ύπνος. Τίποτα δε γίνεται και όμως για κάποιο λόγο όλοι αντιδρούν λες και έχουν γίνει πολλά. Όλα μένουν στάσιμα και όμως στην ταινία μιλάνε για «μιντιακή Χιροσίμα» και τη «δίκη της δειλίας». Και εσύ απορείς και σκέπτεσαι ότι όλο αυτός ο πανικός και ο χαμός ο οποίος εδώ έχει ξεχειλώσει προκειμένου να δικαιολογήσει μια μεγάλου μήκους ταινία θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα ένα εξαιρετικό μικρού μήκους φιλμάκι. Στο τέλος, ο Belvaux χρησιμοποιεί μια αναπαράσταση του εγκλήματος ως κορύφωση της ταινίας του. Μια σκηνή που ίσως να αποτελεί το καλύτερο κομμάτι του έργου. Πιστεύω όμως ότι δεν θα χαίρει όμως καμιάς εκτίμησης γιατί έρχεται πολύ αργά όταν έχουμε χάσει όλο μας το ενδιαφέρον.
Καλή η ιδέα, λοιπόν, αλλά τι να το κάνεις όταν την αντιμετωπίζεις και την πλασάρεις με έναν τόσο άχαρο και φοβερά κουραστικό τρόπο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί της ταινίας μάλλον είχαν τη λανθασμένη εντύπωση ότι τα παρατεταμένα αργά χρονικά διαστήματα θα κάνουν πάντα, και σε κάθε περίπτωση, τις σποραδικές έντονες δραματικές εκρήξεις πιο ισχυρές. Κάτι τέτοιο όμως εδώ δεν επιτυγχάνεται σωστά με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να έχουμε μια ταινία που, πέρα από την άκρως ενδιαφέρουσα εναρκτήρια σεκάνς, χάνει στροφές από τα πρώτα κιόλας λεπτά της. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερο όταν ο Βέλγος σκηνοθέτης Lucas Belvaux κάνει το λάθος (δεν έχω διαβάσει το βιβλίο όποτε δεν μπορώ να γνωρίζω αν είναι καλά προσαρμοσμένο) και ανάγει την ταινία σε ένα είδος περίεργης θεωρίας συνωμοσίας γύρω από ένα και μόνο μάρτυρα όπου για κανένα απολύτως λόγο αντιμετωπίζεται ως προδότης. Με τους χαρακτήρες να συμπεριφέρονται εντελώς αφύσικα λες και έγινε το έγκλημα του αιώνα και τους ηθοποιούς να προσπαθούν να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν, έχοντας μια διαρκώς μια φάτσα μέσα στην αγωνία, εμάς μας έχει πάρει ο ύπνος. Τίποτα δε γίνεται και όμως για κάποιο λόγο όλοι αντιδρούν λες και έχουν γίνει πολλά. Όλα μένουν στάσιμα και όμως στην ταινία μιλάνε για «μιντιακή Χιροσίμα» και τη «δίκη της δειλίας». Και εσύ απορείς και σκέπτεσαι ότι όλο αυτός ο πανικός και ο χαμός ο οποίος εδώ έχει ξεχειλώσει προκειμένου να δικαιολογήσει μια μεγάλου μήκους ταινία θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα ένα εξαιρετικό μικρού μήκους φιλμάκι. Στο τέλος, ο Belvaux χρησιμοποιεί μια αναπαράσταση του εγκλήματος ως κορύφωση της ταινίας του. Μια σκηνή που ίσως να αποτελεί το καλύτερο κομμάτι του έργου. Πιστεύω όμως ότι δεν θα χαίρει όμως καμιάς εκτίμησης γιατί έρχεται πολύ αργά όταν έχουμε χάσει όλο μας το ενδιαφέρον.
Καλή η ιδέα, λοιπόν, αλλά τι να το κάνεις όταν την αντιμετωπίζεις και την πλασάρεις με έναν τόσο άχαρο και φοβερά κουραστικό τρόπο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου