Η ολοκληρωμένη γνώμη μου για το «The Hunger Games: Φωτιά» συνοψίζεται στην έξης μία πρόταση: μια εξαιρετική ταινία σχεδόν υπό από όλες τις απόψεις. Επιτρέψτε μου, τώρα, να διευκρινίσω για ποιο λόγο το πιστεύω αυτό…
Δομικά, το «Φωτιά» δεν διαφέρει πολύ από το «Αγώνες Πείνας». Οι πρωταγωνιστές πάνε από την Περιοχή 12 στο Καπιτώλιο για την εκπαίδευση και, στη συνέχεια, στους Αγώνες. Το «been there, done that» vibe είναι αναπόφευκτο, η ταινία όμως βελτιώνεται αισθητά από άποψη ανάπτυξης χαρακτήρων, μετατρέποντας τη δομή της ήδη υπάρχουσας ιστορίας αγάπης, πίστης και δύναμης ενάντια στο σύστημα σε μια σφιχτοδεμένη και συναρπαστική αφήγηση. Παίρνοντας τον απαραίτητο χρόνο, το φιλμ οικοδομεί τον κόσμο του, έναν κόσμο σε διαρκή σύρραξη. Θίγοντας τη δυσκολία τού να είσαι ζωντανό σύμβολο, η Katniss βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της σύρραξης, αβέβαιη σχετικά με το τι ακριβώς να κάνει με αυτή την εξουσία που της έχει δοθεί. Και δεν είναι μονό εκείνη, όλοι, πρωταγωνιστικοί και μη, χαρακτήρες έχουν μεγαλύτερο βάθος. Και μπορεί η κατάληξη της ταινίας να λειτούργει μονό ως ισχυροποίηση των επόμενων ταινιών, δραματουργικά αυτό που παρακολουθείς τα 146 λεπτά της διάρκειας της, είναι περισσότερο από ικανοποιητικό.
Όσον αφορά την πολιτική πλευρά της, η ταινία, την αλήθεια, στερείται λεπτότητας. Στιγμές ανάδειξης της Katniss ως σύμβολο μιας επανάστασης, δημόσιες εκτελέσεις επαναστατών, ερωτήματα του τι διακυβεύεται αψηφώντας την κυβέρνηση, ελευθερίες που χαθήκαν και αλλά πολλά είναι συνεχώς παρόντα. Με αυτό τον τρόπο, αν και δεν σου επιβάλλει πότε εκατό τις εκατό κάποιο είδος μηνύματος, δεν επιτυγχάνει μια πλήρη κι ολοκληρωμένη εικόνα του πολιτικού συστήματος, αφού δεν ερευνάται πότε πραγματικά ο κόσμος, πέρα από το πώς επηρεάζει την Katniss. Μια χαμένη ευκαιρία, χωρίς αμφιβολία, αλλά τίποτα καταφανώς επιβλαβές για το φιλμ. Από την άλλη, το ειδύλλιο μεταξύ του Peeta και της Katniss, που εδώ δεν παραμένει υποανάπτυκτο, διαθέτει και μια υπονοουμένη πολιτική πινελιά. Ο έλεγχος προσωπικοτήτων με επιρροή κρύβει μια διπλή έννοια. Το ίδιο και οι αγαπητικοί της Katniss. Εμφανέστατες ή μη αλληγορίες δεν παύουν να υπάρχουν και να διαθέτουν σημασία και ουσία. Και όπως είχα πει και για το πρώτο μέρος, να μετατρέπουν το έργο σε «σκεπτόμενο μπλοκ-μπάστερ», ένα είδος που το έχουμε ανάγκη.
Και αφού αναφερθήκαμε στο ιδεολογικό και σημειολογικό κομμάτι της ταινίας, ας περάσουμε σε αυτά που κρίνονται πιο εύκολα. Για αρχή, η σκηνοθεσία του Francis Lawrence, αν και λειτούργει λίγο με τη σκέψη «αν δεν έχει χαλάσει, μην το φτιάχνεις», δεν παύει να είναι υψηλού επιπέδου. Αντί να αναδημιουργήσει τα πάντα, ο Lawrence επεκτείνει απλώς όλες τις ιδέες και τις καθιστά σαφέστερες και πιο περιεκτικές. Καταφέρνει να διατηρήσει μια συνέχεια στον τόνο και το ύφος που λειτούργει σωστά και δεν αποξενώνει το νούμερο δύο από το νούμερο ένα. Ερμηνευτικά, τώρα, τα πάντα βασίζονται στη βραβευμένη πλέον με Όσκαρ Jennifer Lawrence. Στα χεριά της, το πνεύμα της Katniss υπάρχει σε κάθε αναπνοή και σφυγμό της ταινίας. Αν δεν ήταν μια τόσο ικανή ηθοποιός όσο αυτή στο επίκεντρο, η ταινία δεν θα λειτούργησε καθόλου. Ο Josh Hutcherson, από την άλλη, εξισορροπεί την ευαισθησία της αγάπης με τη συναισθηματική σύγκρουση μιας ερημωμένης καρδιάς αβίαστα. Ο Woody Harrelson και η Elizabeth Banks παραμένουν διασκεδαστικοί στους ρόλους τους, ο Tucci κι ο Sutherland είναι πάντα καλοί, ενώ από τα νέα μέλη του καστ ξεχωρίζει η Jena Malone στον ρόλο της Johanna Mason.
Το «The Hunger Games: Φωτιά» είναι σίγουρα καλύτερο από τον προκάτοχο του, ακόμα κι αν παραμένει ίδιο στη δομή του. Υποστηριζόμενη από ένα ισχυρό σενάριο, μια γεμάτη αυτοπεποίθηση σκηνοθεσία και δυνατές ερμηνείες, συνοψίζεται ως μια τολμηρή, έξυπνη και διασκεδαστική ταινία.
Δομικά, το «Φωτιά» δεν διαφέρει πολύ από το «Αγώνες Πείνας». Οι πρωταγωνιστές πάνε από την Περιοχή 12 στο Καπιτώλιο για την εκπαίδευση και, στη συνέχεια, στους Αγώνες. Το «been there, done that» vibe είναι αναπόφευκτο, η ταινία όμως βελτιώνεται αισθητά από άποψη ανάπτυξης χαρακτήρων, μετατρέποντας τη δομή της ήδη υπάρχουσας ιστορίας αγάπης, πίστης και δύναμης ενάντια στο σύστημα σε μια σφιχτοδεμένη και συναρπαστική αφήγηση. Παίρνοντας τον απαραίτητο χρόνο, το φιλμ οικοδομεί τον κόσμο του, έναν κόσμο σε διαρκή σύρραξη. Θίγοντας τη δυσκολία τού να είσαι ζωντανό σύμβολο, η Katniss βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της σύρραξης, αβέβαιη σχετικά με το τι ακριβώς να κάνει με αυτή την εξουσία που της έχει δοθεί. Και δεν είναι μονό εκείνη, όλοι, πρωταγωνιστικοί και μη, χαρακτήρες έχουν μεγαλύτερο βάθος. Και μπορεί η κατάληξη της ταινίας να λειτούργει μονό ως ισχυροποίηση των επόμενων ταινιών, δραματουργικά αυτό που παρακολουθείς τα 146 λεπτά της διάρκειας της, είναι περισσότερο από ικανοποιητικό.
Όσον αφορά την πολιτική πλευρά της, η ταινία, την αλήθεια, στερείται λεπτότητας. Στιγμές ανάδειξης της Katniss ως σύμβολο μιας επανάστασης, δημόσιες εκτελέσεις επαναστατών, ερωτήματα του τι διακυβεύεται αψηφώντας την κυβέρνηση, ελευθερίες που χαθήκαν και αλλά πολλά είναι συνεχώς παρόντα. Με αυτό τον τρόπο, αν και δεν σου επιβάλλει πότε εκατό τις εκατό κάποιο είδος μηνύματος, δεν επιτυγχάνει μια πλήρη κι ολοκληρωμένη εικόνα του πολιτικού συστήματος, αφού δεν ερευνάται πότε πραγματικά ο κόσμος, πέρα από το πώς επηρεάζει την Katniss. Μια χαμένη ευκαιρία, χωρίς αμφιβολία, αλλά τίποτα καταφανώς επιβλαβές για το φιλμ. Από την άλλη, το ειδύλλιο μεταξύ του Peeta και της Katniss, που εδώ δεν παραμένει υποανάπτυκτο, διαθέτει και μια υπονοουμένη πολιτική πινελιά. Ο έλεγχος προσωπικοτήτων με επιρροή κρύβει μια διπλή έννοια. Το ίδιο και οι αγαπητικοί της Katniss. Εμφανέστατες ή μη αλληγορίες δεν παύουν να υπάρχουν και να διαθέτουν σημασία και ουσία. Και όπως είχα πει και για το πρώτο μέρος, να μετατρέπουν το έργο σε «σκεπτόμενο μπλοκ-μπάστερ», ένα είδος που το έχουμε ανάγκη.
Και αφού αναφερθήκαμε στο ιδεολογικό και σημειολογικό κομμάτι της ταινίας, ας περάσουμε σε αυτά που κρίνονται πιο εύκολα. Για αρχή, η σκηνοθεσία του Francis Lawrence, αν και λειτούργει λίγο με τη σκέψη «αν δεν έχει χαλάσει, μην το φτιάχνεις», δεν παύει να είναι υψηλού επιπέδου. Αντί να αναδημιουργήσει τα πάντα, ο Lawrence επεκτείνει απλώς όλες τις ιδέες και τις καθιστά σαφέστερες και πιο περιεκτικές. Καταφέρνει να διατηρήσει μια συνέχεια στον τόνο και το ύφος που λειτούργει σωστά και δεν αποξενώνει το νούμερο δύο από το νούμερο ένα. Ερμηνευτικά, τώρα, τα πάντα βασίζονται στη βραβευμένη πλέον με Όσκαρ Jennifer Lawrence. Στα χεριά της, το πνεύμα της Katniss υπάρχει σε κάθε αναπνοή και σφυγμό της ταινίας. Αν δεν ήταν μια τόσο ικανή ηθοποιός όσο αυτή στο επίκεντρο, η ταινία δεν θα λειτούργησε καθόλου. Ο Josh Hutcherson, από την άλλη, εξισορροπεί την ευαισθησία της αγάπης με τη συναισθηματική σύγκρουση μιας ερημωμένης καρδιάς αβίαστα. Ο Woody Harrelson και η Elizabeth Banks παραμένουν διασκεδαστικοί στους ρόλους τους, ο Tucci κι ο Sutherland είναι πάντα καλοί, ενώ από τα νέα μέλη του καστ ξεχωρίζει η Jena Malone στον ρόλο της Johanna Mason.
Το «The Hunger Games: Φωτιά» είναι σίγουρα καλύτερο από τον προκάτοχο του, ακόμα κι αν παραμένει ίδιο στη δομή του. Υποστηριζόμενη από ένα ισχυρό σενάριο, μια γεμάτη αυτοπεποίθηση σκηνοθεσία και δυνατές ερμηνείες, συνοψίζεται ως μια τολμηρή, έξυπνη και διασκεδαστική ταινία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου