Βραβευμένη στις Κάνες και το Τορόντο, η νέα ταινία του εικοσιτριάχρονου δημιουργού Xavier Dolan από τη μια μας προσφέρει μια ασυνήθιστη ιστορία αγάπης και από την άλλη μας αποδεικνύει τις παγίδες της ανεξέλεγκτης προσέγγισής του στην σκηνοθεσία.
Τοποθετημένη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ταινία εξιστορεί την ιστορία του Laurence (Melvil Poupaud), ενός επιτυχημένου ακαδημαϊκού που ξεχειλίζει από αρρενωπότητα, και της εναλλακτικής φίλης του, Fred (Suzanne Clement). Σε μια σχέση που δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, όλα αλλάζουν όταν ο Laurence ομολογεί ότι αισθάνεται σαν μια γυναίκα παγιδευμένη στο σώμα ενός άνδρα.
Γυρισμένη με ένα θα έλεγε κανείς βιντεοκλιπίστικο τρόπο, η ταινία είναι γεμάτη με επιδέξια καδραρισμένα κι οπτικά εντυπωσιακά πλάνα, φωτογραφισμένα στην εντέλεια από τον Yves Belanger. Συνοδευμένος από ένα μουσικό σκορ που περιλαμβάνει κλασσική αλλά και ρετρό μουσική της δεκαετίας του 1980 και του 1990, ο φακός του Dolan καταφέρνει να συλλάβει τα πάντα και να μας παρουσιάσει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία συναισθημάτων, δημιουργώντας μια όμορφη ποιητική απεικόνιση της ευθραυστότητας του έρωτα, τοποθετημένη απέναντι από τη σκληρή κι επικριτική ματιά της κοινωνίας.
Δυστυχώς, όμως, όλα τα παραπάνω ισχύουν μέχρι τα μισά της ταινίας, γιατί, όσο καλά κατασκευασμένο κι αν είναι το αρχικό κομμάτι του έργου, δυστυχώς η πτώση του Dolan και της ιδίας της ταινίας, από ένα σημείο και μετά, είναι ολοφάνερη. Με το σενάριο να σταματά απότομα να παρέχει οποιοδήποτε συναισθηματικό βάρος στα θέματα που αφορούν την παρενδυσία (η πρακτική τού να ντύνεται ένας άνδρας με γυναικεία ρούχα), αρχίζει παράλληλα να αντιμετωπίζει εντελώς επιφανειακά την ιστορία αγάπης στερώντας της την κατάλληλη αφηγηματική δύναμη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα 168 λεπτά διάρκειας της ταινίας. Και λόγο αυτού, ο Donal, που για ακόμη μια φορά ως σκηνοθέτης αποδεικνύεται ναρκισσιστής, προσπαθεί απελπισμένα να μας εντυπωσιάσει με αρκετή χρήση της αργής κίνησης κι άλλων τέτοιων επαναλαμβανόμενων κόλπων της κάμερας, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα και την ύπαρξη πολλών περιττών σκηνών, αλλά και την ολωσδιόλου κούραση του θεατή.
Η σκηνοθετική και σεναριακή ανεπάρκεια του Donal έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην ερμηνεία του πρωταγωνιστή, αφού δεν καταφέρνει πραγματικά να μας πείσει για το τι υπέφερε χάρη στην αναγέννησή του. Και ενώ ο Poupaud αναλώνεται σε μια σειρά από υπερβολικές κινήσεις προκειμένου να μας πείσει για τη θηλυκότητα του στην αντίπερα όχθη, έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τη Suzanne Clement. Υποδυόμενη μια γυναίκα που αντιμετωπίζει το ζήτημα τού κατά πόσο μπορεί να εξακολουθεί να αγαπά έναν άνθρωπο που δεν αναγνωρίζει πλέον, δίνει μια σπαρακτική ερμηνεία γεμάτη πάθος από εκείνες που σπάνια βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη.
Εν ολίγοις, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια όμορφη ταινία που δυστυχώς, χάρη στη μεγαλομανία του σκηνοθέτη της, καταρρέει κάτω από το ίδιο της το βάρος. Ένα δαιδαλώδες, πρωτοποριακό, αλλά απολύτως ασφαλή κι επιφανειακό βάρος.
Τοποθετημένη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ταινία εξιστορεί την ιστορία του Laurence (Melvil Poupaud), ενός επιτυχημένου ακαδημαϊκού που ξεχειλίζει από αρρενωπότητα, και της εναλλακτικής φίλης του, Fred (Suzanne Clement). Σε μια σχέση που δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, όλα αλλάζουν όταν ο Laurence ομολογεί ότι αισθάνεται σαν μια γυναίκα παγιδευμένη στο σώμα ενός άνδρα.
Γυρισμένη με ένα θα έλεγε κανείς βιντεοκλιπίστικο τρόπο, η ταινία είναι γεμάτη με επιδέξια καδραρισμένα κι οπτικά εντυπωσιακά πλάνα, φωτογραφισμένα στην εντέλεια από τον Yves Belanger. Συνοδευμένος από ένα μουσικό σκορ που περιλαμβάνει κλασσική αλλά και ρετρό μουσική της δεκαετίας του 1980 και του 1990, ο φακός του Dolan καταφέρνει να συλλάβει τα πάντα και να μας παρουσιάσει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία συναισθημάτων, δημιουργώντας μια όμορφη ποιητική απεικόνιση της ευθραυστότητας του έρωτα, τοποθετημένη απέναντι από τη σκληρή κι επικριτική ματιά της κοινωνίας.
Δυστυχώς, όμως, όλα τα παραπάνω ισχύουν μέχρι τα μισά της ταινίας, γιατί, όσο καλά κατασκευασμένο κι αν είναι το αρχικό κομμάτι του έργου, δυστυχώς η πτώση του Dolan και της ιδίας της ταινίας, από ένα σημείο και μετά, είναι ολοφάνερη. Με το σενάριο να σταματά απότομα να παρέχει οποιοδήποτε συναισθηματικό βάρος στα θέματα που αφορούν την παρενδυσία (η πρακτική τού να ντύνεται ένας άνδρας με γυναικεία ρούχα), αρχίζει παράλληλα να αντιμετωπίζει εντελώς επιφανειακά την ιστορία αγάπης στερώντας της την κατάλληλη αφηγηματική δύναμη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα 168 λεπτά διάρκειας της ταινίας. Και λόγο αυτού, ο Donal, που για ακόμη μια φορά ως σκηνοθέτης αποδεικνύεται ναρκισσιστής, προσπαθεί απελπισμένα να μας εντυπωσιάσει με αρκετή χρήση της αργής κίνησης κι άλλων τέτοιων επαναλαμβανόμενων κόλπων της κάμερας, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα και την ύπαρξη πολλών περιττών σκηνών, αλλά και την ολωσδιόλου κούραση του θεατή.
Η σκηνοθετική και σεναριακή ανεπάρκεια του Donal έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην ερμηνεία του πρωταγωνιστή, αφού δεν καταφέρνει πραγματικά να μας πείσει για το τι υπέφερε χάρη στην αναγέννησή του. Και ενώ ο Poupaud αναλώνεται σε μια σειρά από υπερβολικές κινήσεις προκειμένου να μας πείσει για τη θηλυκότητα του στην αντίπερα όχθη, έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τη Suzanne Clement. Υποδυόμενη μια γυναίκα που αντιμετωπίζει το ζήτημα τού κατά πόσο μπορεί να εξακολουθεί να αγαπά έναν άνθρωπο που δεν αναγνωρίζει πλέον, δίνει μια σπαρακτική ερμηνεία γεμάτη πάθος από εκείνες που σπάνια βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη.
Εν ολίγοις, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια όμορφη ταινία που δυστυχώς, χάρη στη μεγαλομανία του σκηνοθέτη της, καταρρέει κάτω από το ίδιο της το βάρος. Ένα δαιδαλώδες, πρωτοποριακό, αλλά απολύτως ασφαλή κι επιφανειακό βάρος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου