Το «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει Σήμερα» είναι, νομίζω, μετά το Ιντιάνα Τζόουνς και το Βασίλειο του Κρυστάλλινου Κρανίου, η δεύτερη ταινία που θα καταφέρει να εξολοθρεύσει ένα ολόκληρο franchise. Και είναι πραγματικά κρίμα. Ειδικά για τον Bruce Willis. Έξι χρόνια μετά την επιτυχή επανεκκίνηση του πιο σημαντικού χαρακτήρα της κινηματογραφικής καριέρας του, να πρέπει τώρα να τον παρακολουθεί καθώς συντρίβεται. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, όμως, αφού πραγματικά αυτό που βλέπεις σε αφήνει άφωνο.
Ας ξεκινήσουμε από τα ελάχιστα καλά της ταινίας που δικαιολογούν το μισό αστεράκι της βαθμολογίας. Νούμερο ένα: ο Willis. Στην ηλικία των 57, ο άνθρωπος μπορεί ακόμα να τρέξει, να σκοτώσει, να δείρει και για να το θέσουμε απλά, είναι ακόμα λίγο έως πολύ ο John McClane που αγαπήσαμε στη δεκαετία του 1980 και του 1990, αλλά ακόμη και στην τελευταία ταινία του 2007. Νούμερο δύο: ο Jai Courtney. Μετά τη συμμέτοχη του και στο Jack Reacher, είναι φανερό ότι το Χόλιγουντ τον σπρώχνει ως τον νέο, πολλά υποσχόμενα, action-hero. Και δικαιολογημένα, αφού το κατέχει το πακέτο και δεν πρέπει να είναι και κακός σαν ηθοποιός. Το μέλλον θα δείξει. Πέρα από αυτούς τους δύο, το χάος…
Πριν συνεχίσω να πω ότι ακολουθούν σπόιλερ. Ο λόγος; Χωρίς αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση, κριτική δεν μπορεί να υπάρξει. Συνεχίζοντας, λοιπόν, ο σημαντικότερος παράγοντας για τον οποίο η ταινία αποτυγχάνει πλήρως είναι το ανεκδιήγητο και παλαιάς κοπής σενάριο του Skip Woods. Μεταφέροντας τη δράση από την Αμερική στη Ρωσία, ασχολούμαστε με θέματα που όχι απλά έχουν κουράσει αλλά θα έπρεπε να μην ξαναειπωθούν σε ταινία περιπέτειας. Εδώ, όχι μόνο οι καλοί και κακοί είναι οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι αντίστοιχα (με όλα τα στερεότυπα και των δύο εθνικοτήτων), αλλά η πλοκή είναι τόσο παλιά που ασχολείται με το Τσερνομπίλ. Ω ναι, ασχολούμαστε και πάλι με το σχέδιο κάποιου Ρώσου που ψάχνει να βρει το χαμένο ουράνιο προκειμένου να κατασκευάσει όπλα μαζικής καταστροφής. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, ο Woods εισάγει στην ιστορία μια άκρως γελοία δευτερεύουσα πλοκή μεταξύ πατέρα γιου, που αγαπιούνται μεταξύ τους αλλά δεν το δείχνουν. Μα είμαστε με τα καλά μας;
Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, ο Woods είναι πολύ ανόητος για να συνειδητοποιήσει ότι σχεδόν ολόκληρες σκηνές του δεν βγάζουν νόημα. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς ότι μετά από μία σκηνή κυνηγητού με αυτοκίνητα που διαλύουν τη μισή πόλη ή μετά από την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή ενός κτιρίου από τα πύρα ενός ελικοπτέρου δεν υπάρχει ίχνος αστυνομίας ή οποιασδήποτε νομικής υπηρεσίας; Πόσο μας κοροϊδεύει όταν μας λέει ότι ο ιδιοκτήτης ενός κλαμπ δεν αφήνει Τσετσένους τρομοκράτες να κουβαλούν όπλα στο μαγαζί του και έτσι οι πρωταγωνιστές μας εφοδιάζονται με αυτά κλέβοντας ένα αμάξι; Μπορεί η αναληθοφάνεια να είναι, από την πρώτη κιόλας ταινία, χαρακτηριστικό της σειράς «Die Hard», εδώ όμως το πράγμα ξεφεύγει από τον έλεγχο, αγνοώντας κάθε ίχνος κοινής λογικής, απλά για σκοπιμότητες. Το γεγονός, δε, ότι φτάνεις να παρατηρείς τέτοια πράγματα, αποδεικνύει πόσο βαρετή ταινία είναι. Δυστυχώς, όσοι πυροβολισμοί κι αν πέφτουν, όσα πράγματα κι αν ανατιναχτούν και όσοι άνθρωποι κι αν σκοτωθούν μέχρι το τέλος, τίποτα δεν προκαλεί, έστω και στο ελάχιστο, ούτε το ενδιαφέρον ούτε τον ενθουσιασμό σου.
Εν κατακλείδι, η ανούσια πλοκή του σε συνδυασμό με τις ξέφρενες κι ανέμπνευστες σκηνές δράσης συνθέτουν μία από τις χειρότερες μέρες της «Die Hard» σειράς -παρά τα όσα υποδηλώνει ο τίτλος. «Yippee-ki-yay, motherfucker» και αντίο!
Ας ξεκινήσουμε από τα ελάχιστα καλά της ταινίας που δικαιολογούν το μισό αστεράκι της βαθμολογίας. Νούμερο ένα: ο Willis. Στην ηλικία των 57, ο άνθρωπος μπορεί ακόμα να τρέξει, να σκοτώσει, να δείρει και για να το θέσουμε απλά, είναι ακόμα λίγο έως πολύ ο John McClane που αγαπήσαμε στη δεκαετία του 1980 και του 1990, αλλά ακόμη και στην τελευταία ταινία του 2007. Νούμερο δύο: ο Jai Courtney. Μετά τη συμμέτοχη του και στο Jack Reacher, είναι φανερό ότι το Χόλιγουντ τον σπρώχνει ως τον νέο, πολλά υποσχόμενα, action-hero. Και δικαιολογημένα, αφού το κατέχει το πακέτο και δεν πρέπει να είναι και κακός σαν ηθοποιός. Το μέλλον θα δείξει. Πέρα από αυτούς τους δύο, το χάος…
Πριν συνεχίσω να πω ότι ακολουθούν σπόιλερ. Ο λόγος; Χωρίς αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση, κριτική δεν μπορεί να υπάρξει. Συνεχίζοντας, λοιπόν, ο σημαντικότερος παράγοντας για τον οποίο η ταινία αποτυγχάνει πλήρως είναι το ανεκδιήγητο και παλαιάς κοπής σενάριο του Skip Woods. Μεταφέροντας τη δράση από την Αμερική στη Ρωσία, ασχολούμαστε με θέματα που όχι απλά έχουν κουράσει αλλά θα έπρεπε να μην ξαναειπωθούν σε ταινία περιπέτειας. Εδώ, όχι μόνο οι καλοί και κακοί είναι οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι αντίστοιχα (με όλα τα στερεότυπα και των δύο εθνικοτήτων), αλλά η πλοκή είναι τόσο παλιά που ασχολείται με το Τσερνομπίλ. Ω ναι, ασχολούμαστε και πάλι με το σχέδιο κάποιου Ρώσου που ψάχνει να βρει το χαμένο ουράνιο προκειμένου να κατασκευάσει όπλα μαζικής καταστροφής. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, ο Woods εισάγει στην ιστορία μια άκρως γελοία δευτερεύουσα πλοκή μεταξύ πατέρα γιου, που αγαπιούνται μεταξύ τους αλλά δεν το δείχνουν. Μα είμαστε με τα καλά μας;
Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, ο Woods είναι πολύ ανόητος για να συνειδητοποιήσει ότι σχεδόν ολόκληρες σκηνές του δεν βγάζουν νόημα. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς ότι μετά από μία σκηνή κυνηγητού με αυτοκίνητα που διαλύουν τη μισή πόλη ή μετά από την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή ενός κτιρίου από τα πύρα ενός ελικοπτέρου δεν υπάρχει ίχνος αστυνομίας ή οποιασδήποτε νομικής υπηρεσίας; Πόσο μας κοροϊδεύει όταν μας λέει ότι ο ιδιοκτήτης ενός κλαμπ δεν αφήνει Τσετσένους τρομοκράτες να κουβαλούν όπλα στο μαγαζί του και έτσι οι πρωταγωνιστές μας εφοδιάζονται με αυτά κλέβοντας ένα αμάξι; Μπορεί η αναληθοφάνεια να είναι, από την πρώτη κιόλας ταινία, χαρακτηριστικό της σειράς «Die Hard», εδώ όμως το πράγμα ξεφεύγει από τον έλεγχο, αγνοώντας κάθε ίχνος κοινής λογικής, απλά για σκοπιμότητες. Το γεγονός, δε, ότι φτάνεις να παρατηρείς τέτοια πράγματα, αποδεικνύει πόσο βαρετή ταινία είναι. Δυστυχώς, όσοι πυροβολισμοί κι αν πέφτουν, όσα πράγματα κι αν ανατιναχτούν και όσοι άνθρωποι κι αν σκοτωθούν μέχρι το τέλος, τίποτα δεν προκαλεί, έστω και στο ελάχιστο, ούτε το ενδιαφέρον ούτε τον ενθουσιασμό σου.
Εν κατακλείδι, η ανούσια πλοκή του σε συνδυασμό με τις ξέφρενες κι ανέμπνευστες σκηνές δράσης συνθέτουν μία από τις χειρότερες μέρες της «Die Hard» σειράς -παρά τα όσα υποδηλώνει ο τίτλος. «Yippee-ki-yay, motherfucker» και αντίο!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου