Για αρχή, θα δηλώσω ότι εμένα ο Mel Gibson μού αρέσει πολύ. Δεν αφήνω καμιά απολύτως προσωπική του ιστορία και κανένα κουτσομπολιό να με επηρεάσει για την αξία του ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Είναι ο μόνος άνθρωπος που τόλμησε και γύρισε τις ταινίες του (Apocalypto, Τα Πάθη του Χριστού) στην πραγματική τους γλώσσα και δεν έβαλε τους ηθοποιούς να μιλούν αγγλικά με προφορά. Έχει γυρίσει το Braveheart. Και ας μην γελιόμαστε, είναι ο απόλυτος action-star του Χόλιγουντ. Και εδώ, αυτός ο action-star, έναν χρόνο μετά την κορυφαία του ερμηνεία στο Ο Άλλος μου Εαυτός, επιστρέφει σε μια γεμάτη τεστοστερόνη ταινία. Γραμμένο και χρηματοδοτημένο από τον ίδιο και σκηνοθετημένο από τον Adrian Grunberg, με τη βοήθεια του ίδιου, το «Οι Καλοκαιρινές μου Διακοπές» είναι ένα πολύ σκληρό φιλμ. Μην έχοντας καμία πίεση, ο Gibson έφτιαξε την ταινία που ήθελε, όσο βίαιη την ήθελε, χωρίς τις έγνοιες των συντηρητικών στούντιο.
Η υπόθεση απλή: ο «Driver» (Mel Gibson) ή αλλιώς ο οδηγός χωρίς όνομα, αφού σπάει (κυριολεκτικά) τα σύνορα με το Μεξικό και προσγειώνεται στα χέρια της συνοριακής αστυνομίας, συλλαμβάνεται από τους, φυσικά, διεφθαρμένους αστυνομικούς που αφού του κλέψουν τα κλοπιμαία, τον στέλνουν στη φυλακή. Μια φυλακή που είναι μακράν ο καλύτερος χαρακτήρας στην ταινία. Είναι βασισμένη σε μια πραγματική φυλακή του Μεξικού, όπου, αν καταδικαστείς εκεί, η οικογένειά σου μπορεί να έρθει και να ζήσει μαζί σου. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια περιφραγμένη πόλη στην οποία όποιος έχει χρήματα μπορεί να επιβιώσει. Μέσα σε αυτήν, οι κρατούμενοι ιδρύουν επιχειρήσεις, διακινούν ναρκωτικά κι έχουν για αρχηγό έναν μαφιόζο. Ένα γκέτο στη χειρότερή του μορφή. Ο «Driver» μπλέκει σε διάφορες καταστάσεις, συναναστρέφεται με πολλούς χαρακτήρες και η δράση ξεκινά. Αυτά που συμβαίνουν στο έργο είναι ότι καλύτερο μπορείς να δεις σε τέτοιου είδους ταινίες, ενώ το ύφος και η ατμόσφαιρα θα ευχαριστήσουν ακόμα και τον πιο σκληροπυρηνικό φαν. Η προσωπικότητα, δε, του πρωταγωνιστή, είναι αυτή που γνωρίζουμε κι αγαπάμε. Σχεδόν μόνος του απέναντι στον κόσμο, γνωρίζει πώς να κινηθεί, μπορεί να δει τις γωνίες και τα τυφλά σημεία και γενικώς τα βάζει με όλους και όλα. Με λίγα λογία, η ταινία θα σου προσφέρει φουλ αδρεναλίνη και διασκέδαση στο μάξιμουμ.
Όσο κι αν την ευχαριστήθηκα στην αίθουσα, κάπου εδώ σταματάνε τα θετικά. Το σημαντικότερο πρόβλημα της είναι ότι δεν μοιάζει με ταινία. Είναι σαν να παρακολουθείς τη μέση ενός έργου χωρίς να έχεις δει την αρχή. Δεν εξηγεί ούτε ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ούτε γιατί γίνονται όλα αυτά, ενώ, ας μη γελιόμαστε, δεν έχει κάποιο νόημα σαν ταινία. Μοναδικός στόχος της είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος, να σε βάλει στο τριπάκι να την παρακολουθείς απλά και μόνο για να δεις με ποιον τρόπο θα γλυτώσει ο πρωταγωνιστής και με ποιο ευφυέστατο κόλπο θα κλέψει περισσότερα λεφτά για να επιζήσει. Υπάρχει, κλασσικά, και μια ανθρώπινη ιστορία που θα σε τραβήξει ακόμα πιο πολύ και θα σε ταρακουνήσει συναισθηματικά. αλλά μέχρι εκεί.
Προσφέρει, λοιπόν, μια ικανοποιητική κινηματογραφική εμπειρία, δυστυχώς όμως δεν είναι μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν πας με παρέα θα το ευχαριστηθείς ακόμα περισσότερο, ενώ πιστεύω ότι αν σου αρέσουν έστω και στο ελάχιστο τέτοιου είδους ταινίες, δεν θα κλαις τα λεφτά σου βγαίνοντας από την αίθουσα.
Η υπόθεση απλή: ο «Driver» (Mel Gibson) ή αλλιώς ο οδηγός χωρίς όνομα, αφού σπάει (κυριολεκτικά) τα σύνορα με το Μεξικό και προσγειώνεται στα χέρια της συνοριακής αστυνομίας, συλλαμβάνεται από τους, φυσικά, διεφθαρμένους αστυνομικούς που αφού του κλέψουν τα κλοπιμαία, τον στέλνουν στη φυλακή. Μια φυλακή που είναι μακράν ο καλύτερος χαρακτήρας στην ταινία. Είναι βασισμένη σε μια πραγματική φυλακή του Μεξικού, όπου, αν καταδικαστείς εκεί, η οικογένειά σου μπορεί να έρθει και να ζήσει μαζί σου. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια περιφραγμένη πόλη στην οποία όποιος έχει χρήματα μπορεί να επιβιώσει. Μέσα σε αυτήν, οι κρατούμενοι ιδρύουν επιχειρήσεις, διακινούν ναρκωτικά κι έχουν για αρχηγό έναν μαφιόζο. Ένα γκέτο στη χειρότερή του μορφή. Ο «Driver» μπλέκει σε διάφορες καταστάσεις, συναναστρέφεται με πολλούς χαρακτήρες και η δράση ξεκινά. Αυτά που συμβαίνουν στο έργο είναι ότι καλύτερο μπορείς να δεις σε τέτοιου είδους ταινίες, ενώ το ύφος και η ατμόσφαιρα θα ευχαριστήσουν ακόμα και τον πιο σκληροπυρηνικό φαν. Η προσωπικότητα, δε, του πρωταγωνιστή, είναι αυτή που γνωρίζουμε κι αγαπάμε. Σχεδόν μόνος του απέναντι στον κόσμο, γνωρίζει πώς να κινηθεί, μπορεί να δει τις γωνίες και τα τυφλά σημεία και γενικώς τα βάζει με όλους και όλα. Με λίγα λογία, η ταινία θα σου προσφέρει φουλ αδρεναλίνη και διασκέδαση στο μάξιμουμ.
Όσο κι αν την ευχαριστήθηκα στην αίθουσα, κάπου εδώ σταματάνε τα θετικά. Το σημαντικότερο πρόβλημα της είναι ότι δεν μοιάζει με ταινία. Είναι σαν να παρακολουθείς τη μέση ενός έργου χωρίς να έχεις δει την αρχή. Δεν εξηγεί ούτε ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ούτε γιατί γίνονται όλα αυτά, ενώ, ας μη γελιόμαστε, δεν έχει κάποιο νόημα σαν ταινία. Μοναδικός στόχος της είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος, να σε βάλει στο τριπάκι να την παρακολουθείς απλά και μόνο για να δεις με ποιον τρόπο θα γλυτώσει ο πρωταγωνιστής και με ποιο ευφυέστατο κόλπο θα κλέψει περισσότερα λεφτά για να επιζήσει. Υπάρχει, κλασσικά, και μια ανθρώπινη ιστορία που θα σε τραβήξει ακόμα πιο πολύ και θα σε ταρακουνήσει συναισθηματικά. αλλά μέχρι εκεί.
Προσφέρει, λοιπόν, μια ικανοποιητική κινηματογραφική εμπειρία, δυστυχώς όμως δεν είναι μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν πας με παρέα θα το ευχαριστηθείς ακόμα περισσότερο, ενώ πιστεύω ότι αν σου αρέσουν έστω και στο ελάχιστο τέτοιου είδους ταινίες, δεν θα κλαις τα λεφτά σου βγαίνοντας από την αίθουσα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου