Το «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του 2010 είναι η μοναδική ταινία που απέφερε συνολικά πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε όλο τον κόσμο χωρίς να αρέσει πραγματικά σε κανέναν. Πάρα το οπτικό υπερθέαμα της, υπέφερε απροκάλυπτα από την αδυναμία του σκηνοθέτη Tim Burton να αφήσει στην άκρη το τερατώδη εγώ του. Ως εκ τούτου, χαρακτηριζόταν από έλλειψη συναισθημάτων και ελάχιστη αφηγηματική συνοχή. Ως ταινία επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το να είναι η πρώτη σημαντική 3D ταινία που παίχτηκε στους κινηματογράφους μετά το «Avatar». Έξι χρόνια αργότερα, το «Η Αλίκη Μέσα από τον Καθρέφτη», υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του James Bobin, αν κι απομακρύνεται από τον προκάτοχό του διαθέτοντας πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, έτσι όπως έχει δημιουργηθεί είναι εμφανές ότι δεν έχει κανένα άλλον λόγο ύπαρξης παρά μόνο τα λεφτά.
Οπτικά, η οθόνη εκρήγνυται από ζωντανά χρώματα, υφές και ήχους συνθέτοντας μια ζωντανή, δημιουργική κι οπτικά εκπληκτική ταινία που είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσει τον κόσμο. Ωστόσο, καθώς εξελίσσεται, συνειδητοποιείς ότι κάθε πλάνο της είναι εξαρτώμενο πλήρως από το CGI ξεχνώντας το πιο σημαντικό πράγμα μιας ταινίας: την ιστορία. Σεναριακά, η Linda Woolverton χρησιμοποιεί τα μυθιστορήματα ως πηγή έμπνευσης, αλλά δύσκολα βάζει τις λέξεις σε κινηματογραφική ροή. Χωρίς αφηγηματική συνοχή το σενάριο δεν έχει αρκετές εκπλήξεις, διαθέτει υποτυπώδης πλοκή και κοινότυπους χαρακτήρες, οι οποίοι πέρα από την Αλίκη, είναι είτε τρελοί ή ανόητοι. Η ταινία επίσης κάνει το κολοσσιαίο ερασιτεχνικό λάθος αφήγησης ενός ταξιδιού στον χρόνο μέσα σε έναν φανταστικό κόσμο. Καθώς δεν έχουμε ιδέα πώς η χώρα των θαυμάτων αλλάζει με την πάροδο των εποχών, τα ταξίδια στο χρόνο της Αλίκης είναι επαναλαμβανόμενα και κουραστικά. Τέλος, δεν θα σχολιάσω το δίλημμα Καπελάς-Κόσμος, θα σας αφήσω να απολαύσετε το πόσο ανούσιο και χωρίς ίχνος αγωνίας, δεδομένου ότι έχει μόνο δύο εκβάσεις, είναι βλέποντας την ταινία.
Πίσω από την κάμερα, ο Bobin καθοδηγεί τα χρονοταξίδια με την απαραίτητη βιασύνη πηδώντας από σκηνή σε σκηνή αρκετά γρήγορα, έτσι ώστε οι πλέον συγκεχυμένες πτυχές των περιπετειών της Αλίκης να μην αποσπούν ποτέ την προσοχή από την πολύχρωμη κι εκκεντρική ενέργειά τους. Ερμηνευτικά, το μόνο μέλος του καστ που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η Helena Bonham Carter, η οποία μοιάζει να απολαμβάνει την παράλογη φύση του χαρακτήρα της. Αντίθετα, όλοι οι υπόλοιποι από τους αστέρες κάνουν ελάχιστα έως τίποτα. Ο Johnny Depp συνεχίζει το ατυχές σερί του από φρικτές αποφάσεις και κάκιστες ερμηνείες. Η Anne Hathaway είναι εδώ για κανένα άλλον λόγο, εκτός από το ό,τι η ταινία μπορεί να την αντέξει οικονομικά. Η Mia Wasikowska είναι μια από τα ίδια. Ενώ, τέλος, ο Sacha Baron Cohen το διασκεδάζει, αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει από τη μανιέρα που συνηθίζει να παίζει. Καθώς η ταινία φτάνει στο CGI υπερφορτωμένο φινάλε της, γίνεται οδυνηρά σαφές ότι η συγκεκριμένη συνέχεια είναι λιγότερο ένα ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων και περισσότερο μια δοκιμασία αντοχής.
Οπτικά, η οθόνη εκρήγνυται από ζωντανά χρώματα, υφές και ήχους συνθέτοντας μια ζωντανή, δημιουργική κι οπτικά εκπληκτική ταινία που είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσει τον κόσμο. Ωστόσο, καθώς εξελίσσεται, συνειδητοποιείς ότι κάθε πλάνο της είναι εξαρτώμενο πλήρως από το CGI ξεχνώντας το πιο σημαντικό πράγμα μιας ταινίας: την ιστορία. Σεναριακά, η Linda Woolverton χρησιμοποιεί τα μυθιστορήματα ως πηγή έμπνευσης, αλλά δύσκολα βάζει τις λέξεις σε κινηματογραφική ροή. Χωρίς αφηγηματική συνοχή το σενάριο δεν έχει αρκετές εκπλήξεις, διαθέτει υποτυπώδης πλοκή και κοινότυπους χαρακτήρες, οι οποίοι πέρα από την Αλίκη, είναι είτε τρελοί ή ανόητοι. Η ταινία επίσης κάνει το κολοσσιαίο ερασιτεχνικό λάθος αφήγησης ενός ταξιδιού στον χρόνο μέσα σε έναν φανταστικό κόσμο. Καθώς δεν έχουμε ιδέα πώς η χώρα των θαυμάτων αλλάζει με την πάροδο των εποχών, τα ταξίδια στο χρόνο της Αλίκης είναι επαναλαμβανόμενα και κουραστικά. Τέλος, δεν θα σχολιάσω το δίλημμα Καπελάς-Κόσμος, θα σας αφήσω να απολαύσετε το πόσο ανούσιο και χωρίς ίχνος αγωνίας, δεδομένου ότι έχει μόνο δύο εκβάσεις, είναι βλέποντας την ταινία.
Πίσω από την κάμερα, ο Bobin καθοδηγεί τα χρονοταξίδια με την απαραίτητη βιασύνη πηδώντας από σκηνή σε σκηνή αρκετά γρήγορα, έτσι ώστε οι πλέον συγκεχυμένες πτυχές των περιπετειών της Αλίκης να μην αποσπούν ποτέ την προσοχή από την πολύχρωμη κι εκκεντρική ενέργειά τους. Ερμηνευτικά, το μόνο μέλος του καστ που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η Helena Bonham Carter, η οποία μοιάζει να απολαμβάνει την παράλογη φύση του χαρακτήρα της. Αντίθετα, όλοι οι υπόλοιποι από τους αστέρες κάνουν ελάχιστα έως τίποτα. Ο Johnny Depp συνεχίζει το ατυχές σερί του από φρικτές αποφάσεις και κάκιστες ερμηνείες. Η Anne Hathaway είναι εδώ για κανένα άλλον λόγο, εκτός από το ό,τι η ταινία μπορεί να την αντέξει οικονομικά. Η Mia Wasikowska είναι μια από τα ίδια. Ενώ, τέλος, ο Sacha Baron Cohen το διασκεδάζει, αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει από τη μανιέρα που συνηθίζει να παίζει. Καθώς η ταινία φτάνει στο CGI υπερφορτωμένο φινάλε της, γίνεται οδυνηρά σαφές ότι η συγκεκριμένη συνέχεια είναι λιγότερο ένα ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων και περισσότερο μια δοκιμασία αντοχής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου