Εάν έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε μία λέξη προκειμένου να χαρακτηρίσουμε επαρκώς την τελευταία σκηνοθετική προσπάθεια του Jon Favreau, αυτή θα ήταν: διεκπεραιωτική. Πλοκή, χαρακτήρες, αλλά και το φωνητικό ταλέντο ευστοχούν πετυχαίνοντας διάνα όλα εκείνα τα σημεία που περιμένεις ότι θα δεις από μια, φιλική προς το παιδικό κοινό, ταινία της Disney. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια γοητευτική απλότητα που κάνει το αποτέλεσμα θελκτικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μιλάμε για κάτι το επιφανειακό. Και αυτό γιατί αυτή η λιτότητα και η προσήλωση στη φόρμουλα που διέπει την ταινία καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα το πιο δυνατό και το πιο αδύναμο στοιχείο της. Τι εννοώ με αυτό; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Μια ταινία που τηρεί τους τύπους κατά γράμμα, είναι εξαρχής περιορισμένη και εκ των πραγμάτων μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο έως ένα σημείο καλή. Κάτι τέτοιο δεν θα ενοχλούσε αν πρώτον δεν μιλούσαμε για ένα ξεκάθαρο ριμέικ της ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1967 και δεύτερον αν το μοτίβο στο οποίο τόσο ευλαβικά προσκολλάται το έργο δεν συνόρευε με την έννοια του κλισέ. Η πρώτη παρατήρηση καθιστά αυτόματα τη συγκεκριμένη μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Rudyard Kipling αδικαιολόγητη. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει η ανάγκη εξιστόρησής της για τη νεότερη γενιά, αλλά δεν υπάρχει καμία υποχρέωση να γίνει αυτό χρησιμοποιώντας τα συστατικά του παρελθόντος. Η χρήση τους όχι μόνο αποδυναμώνει το έργο, αλλά το βάζει και σε σύγκριση με τα -αξεπέραστα- περασμένα. Aς γίνω πιο σαφής. Η χρήση των τραγουδιών «The Bare Necessities» και «I Wanna Be like You» όχι μόνο δεν κολλάει πουθενά, αλλά λειτουργεί κι αρνητικά στον ρυθμό της ταινίας. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση τους για λόγους νοσταλγίας γυρίζει μπούμερανγκ, κάνοντας κακό στο τελικό αποτέλεσμα.
Η δεύτερη παρατήρηση προσδίδει στην ταινία ένα τόνο προβλεψιμότητας, από τον οποίο δεν μπορεί σχεδόν ποτέ να ξεφύγει. Κάθε έξυπνος θεατής θα μπορούσε να μαντέψει με ακρίβεια τη ροή της ταινίας, ακόμη κι αν δεν είναι εξοικειωμένος με την πρώτη ύλη. Ως αποτέλεσμα, η ταινία υποφέρει από μια δυσάρεστη αίσθηση της απόσπασης από όλα όσα συμβαίνουν, κάνοντας σε να παρατηρείς το υλικό που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου με πιο επικριτική ματιά. Και έτσι συνειδητοποιείς ότι το αδιέξοδο του ήρωα αντιμετωπίζεται μάλλον ρηχά, ο Μόγλης στερείται την πολυπλοκότητα που απαιτεί ο χαρακτήρας του (δεν βοηθάει σε αυτό και ο μέτριος ηθοποιός που τον υποδύεται), ο τίγρης Σιρ Χαν διαθέτει υπανάπτυκτα κίνητρα και όλοι οι υπόλοιποι ήρωες λειτουργούν αποκλειστικά ως τεχνικές προώθησης της πλοκής (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ο χαρακτήρας του φιδιού Κάα). Κάτι τέτοιο συμβαίνει σχεδόν πάντα σε ταινίες που κατασκευάζονται μηχανικά και όχι οργανικά. Και μπορεί ο Favreau να μην είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλου σκηνοθέτη, αλλά αυτό δεν μειώνει την πικρή επίγευση της τεχνητής προσέγγισής του.
Όπως προανάφερα, η λιτότητα που ορίζει την ταινία, πέρα από τα αρνητικά, προσδίδει ως δια μαγείας έναν ανεπιτήδευτο βαθμό ρεαλισμού. Αρχής γενομένης από το οπτικό κομμάτι, πρέπει ασυζητητί να παραδεχτούμε ότι το «Βιβλίο της Ζούγκλας» διαθέτει γραφικά σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το «Avatar» του James Cameron, πράγμα που εξηγείται δεδομένου ότι και οι δύο ταινίες χρησιμοποίησαν την ίδια εταιρεία για τα οπτικά εφέ. Η Weta Digital καταφέρνει και δίνει στα χνουδωτά πλάσματα, τα θηρία και τα αρπακτικά υφή, ρευστότητα και την κατάλληλη αίσθηση της κλίμακας σε σχέση με τον Μόγλη. Η άψογη λεπτομέρεια, από το τρίχωμα της γούνας του Μπαλού μέχρι τη φλεγόμενη κόλαση, προσθέτει υλική υπόσταση σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από ομιλούντα ζώα και λεπτούς συμβολισμούς. Αφήνοντας πίσω τις αφηγηματικές ελλείψεις, η ταινία, προς τιμήν της, καταφέρνει και να διαθέτει σύγχρονα στοιχεία που τη διαφοροποιούν ελαφρώς από τον κινούμενο πρόγονό της. Δίνει λίγο μεγαλύτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων, καθώς και στην καταστροφική φύση της ανθρωπότητας. Και είναι αυτές οι πασπαλισμένες εδώ κι εκεί αληθινές και επίκαιρες στιγμές που μετατρέπουν το «Βιβλίο της Ζούγκλας» σε μια αξιοπρεπή κινηματογραφική εμπειρία.
Μια ταινία που τηρεί τους τύπους κατά γράμμα, είναι εξαρχής περιορισμένη και εκ των πραγμάτων μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο έως ένα σημείο καλή. Κάτι τέτοιο δεν θα ενοχλούσε αν πρώτον δεν μιλούσαμε για ένα ξεκάθαρο ριμέικ της ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1967 και δεύτερον αν το μοτίβο στο οποίο τόσο ευλαβικά προσκολλάται το έργο δεν συνόρευε με την έννοια του κλισέ. Η πρώτη παρατήρηση καθιστά αυτόματα τη συγκεκριμένη μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Rudyard Kipling αδικαιολόγητη. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει η ανάγκη εξιστόρησής της για τη νεότερη γενιά, αλλά δεν υπάρχει καμία υποχρέωση να γίνει αυτό χρησιμοποιώντας τα συστατικά του παρελθόντος. Η χρήση τους όχι μόνο αποδυναμώνει το έργο, αλλά το βάζει και σε σύγκριση με τα -αξεπέραστα- περασμένα. Aς γίνω πιο σαφής. Η χρήση των τραγουδιών «The Bare Necessities» και «I Wanna Be like You» όχι μόνο δεν κολλάει πουθενά, αλλά λειτουργεί κι αρνητικά στον ρυθμό της ταινίας. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση τους για λόγους νοσταλγίας γυρίζει μπούμερανγκ, κάνοντας κακό στο τελικό αποτέλεσμα.
Η δεύτερη παρατήρηση προσδίδει στην ταινία ένα τόνο προβλεψιμότητας, από τον οποίο δεν μπορεί σχεδόν ποτέ να ξεφύγει. Κάθε έξυπνος θεατής θα μπορούσε να μαντέψει με ακρίβεια τη ροή της ταινίας, ακόμη κι αν δεν είναι εξοικειωμένος με την πρώτη ύλη. Ως αποτέλεσμα, η ταινία υποφέρει από μια δυσάρεστη αίσθηση της απόσπασης από όλα όσα συμβαίνουν, κάνοντας σε να παρατηρείς το υλικό που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου με πιο επικριτική ματιά. Και έτσι συνειδητοποιείς ότι το αδιέξοδο του ήρωα αντιμετωπίζεται μάλλον ρηχά, ο Μόγλης στερείται την πολυπλοκότητα που απαιτεί ο χαρακτήρας του (δεν βοηθάει σε αυτό και ο μέτριος ηθοποιός που τον υποδύεται), ο τίγρης Σιρ Χαν διαθέτει υπανάπτυκτα κίνητρα και όλοι οι υπόλοιποι ήρωες λειτουργούν αποκλειστικά ως τεχνικές προώθησης της πλοκής (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ο χαρακτήρας του φιδιού Κάα). Κάτι τέτοιο συμβαίνει σχεδόν πάντα σε ταινίες που κατασκευάζονται μηχανικά και όχι οργανικά. Και μπορεί ο Favreau να μην είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλου σκηνοθέτη, αλλά αυτό δεν μειώνει την πικρή επίγευση της τεχνητής προσέγγισής του.
Όπως προανάφερα, η λιτότητα που ορίζει την ταινία, πέρα από τα αρνητικά, προσδίδει ως δια μαγείας έναν ανεπιτήδευτο βαθμό ρεαλισμού. Αρχής γενομένης από το οπτικό κομμάτι, πρέπει ασυζητητί να παραδεχτούμε ότι το «Βιβλίο της Ζούγκλας» διαθέτει γραφικά σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το «Avatar» του James Cameron, πράγμα που εξηγείται δεδομένου ότι και οι δύο ταινίες χρησιμοποίησαν την ίδια εταιρεία για τα οπτικά εφέ. Η Weta Digital καταφέρνει και δίνει στα χνουδωτά πλάσματα, τα θηρία και τα αρπακτικά υφή, ρευστότητα και την κατάλληλη αίσθηση της κλίμακας σε σχέση με τον Μόγλη. Η άψογη λεπτομέρεια, από το τρίχωμα της γούνας του Μπαλού μέχρι τη φλεγόμενη κόλαση, προσθέτει υλική υπόσταση σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από ομιλούντα ζώα και λεπτούς συμβολισμούς. Αφήνοντας πίσω τις αφηγηματικές ελλείψεις, η ταινία, προς τιμήν της, καταφέρνει και να διαθέτει σύγχρονα στοιχεία που τη διαφοροποιούν ελαφρώς από τον κινούμενο πρόγονό της. Δίνει λίγο μεγαλύτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων, καθώς και στην καταστροφική φύση της ανθρωπότητας. Και είναι αυτές οι πασπαλισμένες εδώ κι εκεί αληθινές και επίκαιρες στιγμές που μετατρέπουν το «Βιβλίο της Ζούγκλας» σε μια αξιοπρεπή κινηματογραφική εμπειρία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου