Κάπου μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας βρίσκεται η Λαμπεντούζα. Το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των λεγομένων Πελαγίων Νήσων αποτελεί, ιδιαίτερα από το 2010 κι έπειτα, τόπο άφιξης χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων από χώρες της Αφρικής, οι οποίοι στην προσπάθεια τους να διασχίσουν τη Μεσόγειο με αυτοσχέδια ή ακατάλληλα για την περίσταση μέσα, πνίγονται. Το βραβευμένο με τη Χρυσή Άρκτο στο φετινό φεστιβάλ του Βερολίνου «Φωτιά στη Θάλασσα» μπλέκει το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, στην προσπάθεια του να απεικονίσει την ιστορία του νησιού, ρίχνοντας φως στη μεγαλύτερη ίσως ευρωπαϊκή ανθρωπιστική κρίση της γενιάς μας. Και ενώ ο Rosi καταφέρνει σίγουρα να ταρακουνήσει τον θεατή, η σκηνοθεσία του είναι τόσο ηθικά αμφιλεγόμενη, που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς ακόμα κι απωθητική.
Θυμίζοντας αφηγηματικά πολύ το, εντελώς άδικα βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι προηγούμενο ντοκιμαντέρ του, «Sacro GRA», το φιλμ του Rosi ασχολείται με μια ποικιλία θεμάτων σκιαγραφώντας τη ζωή στο νησί με διάφορες μορφές. Παρατηρούμε τη διάσωση των προσφύγων και τον έλεγχο στον οποίο υποβάλλονται από κυβερνητικούς αξιωματούχους, έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό να αναφέρει τις ζοφερές ειδήσεις λαμβάνοντας παράλληλα αιτήματα για αφιερώσεις από νοικοκυρές, μαρτυρίες γιατρών, την ακτοφυλακή να βγαίνει σε αποστολές διάσωσης στα ταραγμένα νερά, ένα αλιευτικό για αχινούς και άλλες πολλές διαφορετικές μεταξύ τους σκηνές, των οποίων η καταγραφή τους θα μπορούσε να περάσει σαν αυθόρμητη, αν η προσεκτική τοποθέτηση της κάμερας και τα, ως επί το πλείστων, στατικά πλάνα δεν πρόδιδαν την πλαστότητα τους.
Προκειμένου να διαθέτει η ταινία μια ραχοκοκαλιά, ο ντόπιος Samuele Pucillo παρουσιάζεται σταδιακά ως πρωταγωνιστής της ταινίας. Παιδιαρίζοντας σε όλο το νησί, αδιαφορώντας για το χάος γύρω του, ο 12χρονος είναι ένας αβίαστα χαρισματικός χαρακτήρας τον οποίο χαίρεσαι να παρακολουθείς και ο Rosi μοιάζει να το γνωρίζει αυτό συλλαμβάνοντας κάθε λεπτό με την κάμερα του τη ζωηρή εκκεντρικότητα του. Ωστόσο, και ενώ η «Φωτιά στη Θάλασσα» ξοδεύει όλο και περισσότερο χρόνο με τον Samuele με τους μετανάστες να κάνουν σύντομες εμφανίσεις, κάποιος αρχίζει να αναρωτιέται αν ο Rosi είναι ένας ικανός ή ένας ευκαιριακός σκηνοθέτη. Το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται είναι άκρως επίκαιρο και συναισθηματικά τεταμένο. Οι εικόνες οι οποίες μας δείχνει, ναι μεν είναι σοκαριστικές, αλλά ούτε μία στιγμή δεν είναι κάτι παραπάνω από επιφανειακές. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το ζήτημα από μόνο του είναι σπουδαίο, οπότε η απλή απεικόνιση του αρκεί, ισχυρισμός με τον οποίο συμφωνώ.
Εδώ, όμως, ο Rosi εμπλουτίζει την ταινία με απλούς παραλληλισμούς, ολοφάνερες αλληγορίες και ξεκάθαρα υπονοούμενα αναφορικά με το προσφυγικό. Ναι, διαθέτει σκηνές που χτυπούν κατευθείαν νεύρο, ναι το θέμα του είναι πέρα για πέρα σημαντικό και πρέπει να απεικονιστεί, όχι όμως έτσι. Η ταινία του μοιάζει τόσο συγκυριακή, όσο και οπορτουνιστική. Επιπρόσθετα, ένα αξιολάτρευτο μικρό αγόρι δεν μπορεί είναι να αποτελεί αντιπροσωπευτικό κομμάτι ενός ολόκληρου νησιού. Σκιαγραφώντας ελάχιστους άλλους χαρακτήρες, που ούτως ή άλλως διαθέτουν πάρα πολύ λίγο χρόνο στην οθόνη, το φιλμ του 52χρονού σκηνοθέτη δεν καταφέρνει ποτέ να είναι ένα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της ζωής στο νησί.
Συμπερασματικά, οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ που κινητοποιεί τον θεατή να λάβει σοβαρά υπόψη την ακραία φρίκη που βιώνουν οι μετανάστες είναι αξιέπαινο. Εδώ όμως τα πράγματα είναι είτε εκτός θέματος (στην καλύτερη περίπτωση), είτε αόριστα συμβολικά (στη χειρότερη) μην πείθοντας ότι ταιριάζουν, ή υφαίνουν μεταξύ τους μιας ζωτικής σημασίας ιστορία που αγκαλιάζει αυτούς που τόσο απεγνωσμένα προσπαθούν να ξεφύγουν από τη δυστυχία.
Θυμίζοντας αφηγηματικά πολύ το, εντελώς άδικα βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι προηγούμενο ντοκιμαντέρ του, «Sacro GRA», το φιλμ του Rosi ασχολείται με μια ποικιλία θεμάτων σκιαγραφώντας τη ζωή στο νησί με διάφορες μορφές. Παρατηρούμε τη διάσωση των προσφύγων και τον έλεγχο στον οποίο υποβάλλονται από κυβερνητικούς αξιωματούχους, έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό να αναφέρει τις ζοφερές ειδήσεις λαμβάνοντας παράλληλα αιτήματα για αφιερώσεις από νοικοκυρές, μαρτυρίες γιατρών, την ακτοφυλακή να βγαίνει σε αποστολές διάσωσης στα ταραγμένα νερά, ένα αλιευτικό για αχινούς και άλλες πολλές διαφορετικές μεταξύ τους σκηνές, των οποίων η καταγραφή τους θα μπορούσε να περάσει σαν αυθόρμητη, αν η προσεκτική τοποθέτηση της κάμερας και τα, ως επί το πλείστων, στατικά πλάνα δεν πρόδιδαν την πλαστότητα τους.
Προκειμένου να διαθέτει η ταινία μια ραχοκοκαλιά, ο ντόπιος Samuele Pucillo παρουσιάζεται σταδιακά ως πρωταγωνιστής της ταινίας. Παιδιαρίζοντας σε όλο το νησί, αδιαφορώντας για το χάος γύρω του, ο 12χρονος είναι ένας αβίαστα χαρισματικός χαρακτήρας τον οποίο χαίρεσαι να παρακολουθείς και ο Rosi μοιάζει να το γνωρίζει αυτό συλλαμβάνοντας κάθε λεπτό με την κάμερα του τη ζωηρή εκκεντρικότητα του. Ωστόσο, και ενώ η «Φωτιά στη Θάλασσα» ξοδεύει όλο και περισσότερο χρόνο με τον Samuele με τους μετανάστες να κάνουν σύντομες εμφανίσεις, κάποιος αρχίζει να αναρωτιέται αν ο Rosi είναι ένας ικανός ή ένας ευκαιριακός σκηνοθέτη. Το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται είναι άκρως επίκαιρο και συναισθηματικά τεταμένο. Οι εικόνες οι οποίες μας δείχνει, ναι μεν είναι σοκαριστικές, αλλά ούτε μία στιγμή δεν είναι κάτι παραπάνω από επιφανειακές. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το ζήτημα από μόνο του είναι σπουδαίο, οπότε η απλή απεικόνιση του αρκεί, ισχυρισμός με τον οποίο συμφωνώ.
Εδώ, όμως, ο Rosi εμπλουτίζει την ταινία με απλούς παραλληλισμούς, ολοφάνερες αλληγορίες και ξεκάθαρα υπονοούμενα αναφορικά με το προσφυγικό. Ναι, διαθέτει σκηνές που χτυπούν κατευθείαν νεύρο, ναι το θέμα του είναι πέρα για πέρα σημαντικό και πρέπει να απεικονιστεί, όχι όμως έτσι. Η ταινία του μοιάζει τόσο συγκυριακή, όσο και οπορτουνιστική. Επιπρόσθετα, ένα αξιολάτρευτο μικρό αγόρι δεν μπορεί είναι να αποτελεί αντιπροσωπευτικό κομμάτι ενός ολόκληρου νησιού. Σκιαγραφώντας ελάχιστους άλλους χαρακτήρες, που ούτως ή άλλως διαθέτουν πάρα πολύ λίγο χρόνο στην οθόνη, το φιλμ του 52χρονού σκηνοθέτη δεν καταφέρνει ποτέ να είναι ένα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της ζωής στο νησί.
Συμπερασματικά, οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ που κινητοποιεί τον θεατή να λάβει σοβαρά υπόψη την ακραία φρίκη που βιώνουν οι μετανάστες είναι αξιέπαινο. Εδώ όμως τα πράγματα είναι είτε εκτός θέματος (στην καλύτερη περίπτωση), είτε αόριστα συμβολικά (στη χειρότερη) μην πείθοντας ότι ταιριάζουν, ή υφαίνουν μεταξύ τους μιας ζωτικής σημασίας ιστορία που αγκαλιάζει αυτούς που τόσο απεγνωσμένα προσπαθούν να ξεφύγουν από τη δυστυχία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου