Είναι δύσκολο για τους κινηματογραφιστές να το παραδεχτούν, αλλά μερικές ιστορίες απλά δεν μπορούν να μεταφερθούν στο σινεμά. Υπήρχαν μερικά «θαύματα» όπως η «Ζωή του Πι» του Ang Lee, αλλά αυτό οφείλεται στο τέλειο μείγμα του σκηνοθέτη και της ιστορίας. Το «Έμφυτο Ελάττωμα» και ο Paul Thomas Anderson δεν ήταν το σωστό ταίριασμα. Και αυτό γιατί από μόνος του ο Anderson κάνει περίπλοκες κι αφηρημένες ταινίες που είναι δύσκολο να ακολουθήσεις. Δίνοντας του ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Thomas Pynchon, του οποίου η πλοκή είναι πιο περίπλοκη από οποιαδήποτε Σέρλοκ Χολμς ή Πουαρό ιστορία έχετε διαβάσει, τότε ετοιμαστείτε να χαθείτε εντελώς.
Έχοντας την τάση σαν σκηνοθέτης να επιλέγει έργα που επικεντρώνονται στο τέλος μιας εποχής, το «Έμφυτο Ελάττωμα» δεν αποτελεί εξαίρεση μια και περιστρέφεται γύρω από το τέλος της ψυχεδελικής δεκαετίας του 1960. Σκηνοθετικά λοιπόν καταφέρνει και κάνει μια σπουδαία δουλειά στη σύλληψη αυτής της περιόδου, μεταφέροντας μας εξαιρετικά το κλίμα μέσα στο οποίο οι χίπις κυριαρχούσαν. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ουσιαστικά οι, δοσμένες μέσα από την οπτική ενός ναρκομανή και «χαλαρού» τύπου, περιπέτειες του και ο τρόπος αντιμετώπισης τους. Σαν αυτό που παρακολουθείς να είναι μια παραίσθηση. Ένας νέος και διαφορετικός τρόπος προσέγγισης του φιλμ νουάρ, που όμως ακόμα κι αν δεχτούμε ότι είναι καινοτόμος, δεν καθιστά το φιλμ καλό.
Αν και θα εκτιμήσετε την προσπάθεια, θα βρείτε ίσως και κάποιες απολαύσεις, το έργο είναι ένα δυομισάωρο ανιαρό πράγμα. Ο Joaquin Phoenix παίζει τον Larry `Doc` Sportello, έναν διαρκώς μαστουρωμένο ιδιωτικό ντετέκτιβ, ο οποίος αποφασίζει να βοηθήσει την πρώην του. Εκείνη είναι ερωτευμένη με έναν μεγιστάνα ακινήτων, του οποίου η σύζυγος θέλει να τον κλείσει σε ψυχιατρικό ίδρυμα, έτσι ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τα εκατομμύρια του. Στα χαρτιά αυτό ακούγεται σαν ένα πρώτης τάξεως δέλεαρ για μια ιστορία που θα μας οδηγήσει, μέσα από πολλές ανατροπές, σε μια τεράστια υπόθεση διαφθοράς. Όμως, αν και θαυμάσια κινηματογραφημένο από τον ταλαντούχο Robert Elswit (εξαιρετική φωτογραφία και στο επίσης φετινό «Νυχτερινός Ανταποκριτής»), ο Anderson τιμά στο 100 τοις εκατό τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του, ξεχνώντας όμως πλήρως το ακροατήριό του.
Παρά το γεγονός ότι το «Έμφυτο Ελάττωμα» διαθέτει όλα τα στοιχεία που σε έκαναν να αγαπήσεις τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά πληκτικά. Χαρακτήρες παρουσιάζονται με φαινομενικά κανένα κίνητρο ή αποτέλεσμα, για να εξαφανιστούν στα επόμενα λεπτά. Μιλάμε για ένα οργανωμένο χάος που χωράει μέσα του ναρκωτικά που προκαλούν παράνοια, θεωρίες συνωμοσίας, τον Charles Manson, τους ναζί, τη μόδα του 1970, τους μπάτσους και μια βάρκα που ονομάζεται The Golden Fang. Είναι πάρα πολλά για μία ταινία. Ίσως μια τηλεοπτική εκπομπή να λειτουργούσε καλύτερα, αλλά στο πλαίσιο των περιορισμών των δύο ωρών επικρατεί ένα πανδαιμόνιο το οποίο και δεν θα θέλετε, αλλά και δύσκολα θα ακολουθήσετε. Είναι τόσο ζωτικής σημασίας η κάθε λέξη που μουρμουρίζει ο Phoenix, που αν χάσετε ένα κόμμα, έχετε χάσει το παιχνίδι με αποτέλεσμα οι επόμενες ώρες να φαντάζουν αιώνιες. Για τους λάτρεις του βιβλίου δεν ξέρω αν αυτό είναι ικανοποιητικό, αλλά κινηματογραφικά είναι απογοητευτικό.
Πραγματικά, μου είναι δύσκολο που τα γράφω αυτά μια και έχω μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό για τον Anderson. Εδώ όμως δημιουργεί ένα χάλι. Περίπλοκο, παράλογο και δημιουργημένο μόνο για να κάνει τον ίδιο να μοιάζει πιο έξυπνος από ό,τι πραγματικά είναι και δίχως να υπολογίζει το κοινό που παρακολουθεί. Κρίμα.
Έχοντας την τάση σαν σκηνοθέτης να επιλέγει έργα που επικεντρώνονται στο τέλος μιας εποχής, το «Έμφυτο Ελάττωμα» δεν αποτελεί εξαίρεση μια και περιστρέφεται γύρω από το τέλος της ψυχεδελικής δεκαετίας του 1960. Σκηνοθετικά λοιπόν καταφέρνει και κάνει μια σπουδαία δουλειά στη σύλληψη αυτής της περιόδου, μεταφέροντας μας εξαιρετικά το κλίμα μέσα στο οποίο οι χίπις κυριαρχούσαν. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ουσιαστικά οι, δοσμένες μέσα από την οπτική ενός ναρκομανή και «χαλαρού» τύπου, περιπέτειες του και ο τρόπος αντιμετώπισης τους. Σαν αυτό που παρακολουθείς να είναι μια παραίσθηση. Ένας νέος και διαφορετικός τρόπος προσέγγισης του φιλμ νουάρ, που όμως ακόμα κι αν δεχτούμε ότι είναι καινοτόμος, δεν καθιστά το φιλμ καλό.
Αν και θα εκτιμήσετε την προσπάθεια, θα βρείτε ίσως και κάποιες απολαύσεις, το έργο είναι ένα δυομισάωρο ανιαρό πράγμα. Ο Joaquin Phoenix παίζει τον Larry `Doc` Sportello, έναν διαρκώς μαστουρωμένο ιδιωτικό ντετέκτιβ, ο οποίος αποφασίζει να βοηθήσει την πρώην του. Εκείνη είναι ερωτευμένη με έναν μεγιστάνα ακινήτων, του οποίου η σύζυγος θέλει να τον κλείσει σε ψυχιατρικό ίδρυμα, έτσι ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τα εκατομμύρια του. Στα χαρτιά αυτό ακούγεται σαν ένα πρώτης τάξεως δέλεαρ για μια ιστορία που θα μας οδηγήσει, μέσα από πολλές ανατροπές, σε μια τεράστια υπόθεση διαφθοράς. Όμως, αν και θαυμάσια κινηματογραφημένο από τον ταλαντούχο Robert Elswit (εξαιρετική φωτογραφία και στο επίσης φετινό «Νυχτερινός Ανταποκριτής»), ο Anderson τιμά στο 100 τοις εκατό τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του, ξεχνώντας όμως πλήρως το ακροατήριό του.
Παρά το γεγονός ότι το «Έμφυτο Ελάττωμα» διαθέτει όλα τα στοιχεία που σε έκαναν να αγαπήσεις τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά πληκτικά. Χαρακτήρες παρουσιάζονται με φαινομενικά κανένα κίνητρο ή αποτέλεσμα, για να εξαφανιστούν στα επόμενα λεπτά. Μιλάμε για ένα οργανωμένο χάος που χωράει μέσα του ναρκωτικά που προκαλούν παράνοια, θεωρίες συνωμοσίας, τον Charles Manson, τους ναζί, τη μόδα του 1970, τους μπάτσους και μια βάρκα που ονομάζεται The Golden Fang. Είναι πάρα πολλά για μία ταινία. Ίσως μια τηλεοπτική εκπομπή να λειτουργούσε καλύτερα, αλλά στο πλαίσιο των περιορισμών των δύο ωρών επικρατεί ένα πανδαιμόνιο το οποίο και δεν θα θέλετε, αλλά και δύσκολα θα ακολουθήσετε. Είναι τόσο ζωτικής σημασίας η κάθε λέξη που μουρμουρίζει ο Phoenix, που αν χάσετε ένα κόμμα, έχετε χάσει το παιχνίδι με αποτέλεσμα οι επόμενες ώρες να φαντάζουν αιώνιες. Για τους λάτρεις του βιβλίου δεν ξέρω αν αυτό είναι ικανοποιητικό, αλλά κινηματογραφικά είναι απογοητευτικό.
Πραγματικά, μου είναι δύσκολο που τα γράφω αυτά μια και έχω μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό για τον Anderson. Εδώ όμως δημιουργεί ένα χάλι. Περίπλοκο, παράλογο και δημιουργημένο μόνο για να κάνει τον ίδιο να μοιάζει πιο έξυπνος από ό,τι πραγματικά είναι και δίχως να υπολογίζει το κοινό που παρακολουθεί. Κρίμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου