Ασχολούμενη με ισχυρογνώμονες χαρακτήρες που μαστίζονται από δυσάρεστες εσωτερικές συγκρούσεις σε ένα περιβαλλοντολογικό υπόβαθρο, η νέα ταινία της Kelly Reichardt («Το Πέρασμα του Μικ», «Γουέντι & Λούσι») ακολουθεί μια ομάδα οικολόγων ακτιβιστών που σχεδιάζουν να ανατινάξουν ένα φράγμα και προσπαθεί, μέσα από την ιστορία τους, να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα τύπου: μέχρι πού θα φτάνατε για να υπερασπιστείτε ένα λειτούργημα; Ο σκοπός αγιάζει πάντα τα μέσα;
Η αποκάλυψη πολλών στοιχείων της ιστορίας μπορεί να ζημιώσει την εμπειρία της ταινίας, γι` αυτό θα προσπαθήσω να προχωρήσω όσο πιο αόριστα μπορώ, λέγοντας απλά ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ταινία δύο μισών. Το πρώτο μισό είναι η οργάνωση και πραγματοποίηση του σχεδίου και το δεύτερο τα επακόλουθα. Η Reichardt μαζί με τον συν-σεναριογράφο της, Jon Raymond, και το ταλαντούχο καστ της μοιάζουν να αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος στο πρώτο μισό περιγράφοντας μας τη διαδικασία μέσω της οποίας οι χαρακτήρες συγκεντρώνουν τα υλικά κι εκφράσουν τη ριζοσπαστική τους δράση.
Όποιος είναι εξοικειωμένος με τις προηγούμενες ταινίες της Reichardt, θα παρατηρήσει αυτόματα το γνώριμο ύφος της που αποτελείται από μακρινά πλάνα, φυσικό φωτισμό, ελάχιστη μουσική, αλλά και αργό ρυθμό. Και μπορεί ο ρυθμός στις παλιότερες ταινίες της να δοκίμαζε την υπομονή μερικών θεατών, εδώ όμως η σκόπιμα χωρίς βιασύνες αφήγησή της δημιουργεί πραγματικά μια συναρπαστική ατμόσφαιρα. Αναλύοντας μας κάθε λεπτομέρεια της αποστολής τους, η Reichardt καταφέρνει κι εγχέει ένταση και αγωνία σε κάθε βήμα, δημιουργώντας σου μια προσμονή για το τι θα γίνει παρακάτω. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα σοβαρό θρίλερ για πραγματικούς ανθρώπους που κάνουν πιστευτά πράγματα.
Δυστυχώς, όμως, καθώς η ιστορία αρχίζει και γυρίζει τροχούς, ξετυλίγοντας τις απρόβλεπτες συνέπειες των πράξεων των πρωταγωνιστών, η ελαφρότητα του σεναρίου κάνει αισθητή την παρουσία της, οδηγώντας τους κύριους χαρακτήρες σε ένα γνώριμο μελοδραματικό μονοπάτι που η Reichardt προσπαθεί να σκηνοθετήσει με πρωτοτυπία. Όσο όμως κι αν χρησιμοποιεί εικόνες που χρησιμεύουν ως εξαιρετικά ειρωνικά και διαυγή στοιχεία ενίσχυσης των ντοστογιεφσκικών ηθικών διλημμάτων των πρωταγωνιστών και όσο κι αν αποφεύγει διακριτικά να μην σπρώξει μια ατζέντα αφού ούτε αγιοποιεί ούτε καταδικάζει τον ακτιβισμό, το «Night Moves» χάνει την εστίασή του και ως ένα βαθμό το παιχνίδι.
Σε κάθε περίπτωση όμως και παρά τις ατέλειές του, το «Night Moves» δεν παύει να είναι ένα έξυπνο θρίλερ και μια στοχαστική περισυλλογή σχετικά με την απερισκεψία των καλών προθέσεων.
Η αποκάλυψη πολλών στοιχείων της ιστορίας μπορεί να ζημιώσει την εμπειρία της ταινίας, γι` αυτό θα προσπαθήσω να προχωρήσω όσο πιο αόριστα μπορώ, λέγοντας απλά ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ταινία δύο μισών. Το πρώτο μισό είναι η οργάνωση και πραγματοποίηση του σχεδίου και το δεύτερο τα επακόλουθα. Η Reichardt μαζί με τον συν-σεναριογράφο της, Jon Raymond, και το ταλαντούχο καστ της μοιάζουν να αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος στο πρώτο μισό περιγράφοντας μας τη διαδικασία μέσω της οποίας οι χαρακτήρες συγκεντρώνουν τα υλικά κι εκφράσουν τη ριζοσπαστική τους δράση.
Όποιος είναι εξοικειωμένος με τις προηγούμενες ταινίες της Reichardt, θα παρατηρήσει αυτόματα το γνώριμο ύφος της που αποτελείται από μακρινά πλάνα, φυσικό φωτισμό, ελάχιστη μουσική, αλλά και αργό ρυθμό. Και μπορεί ο ρυθμός στις παλιότερες ταινίες της να δοκίμαζε την υπομονή μερικών θεατών, εδώ όμως η σκόπιμα χωρίς βιασύνες αφήγησή της δημιουργεί πραγματικά μια συναρπαστική ατμόσφαιρα. Αναλύοντας μας κάθε λεπτομέρεια της αποστολής τους, η Reichardt καταφέρνει κι εγχέει ένταση και αγωνία σε κάθε βήμα, δημιουργώντας σου μια προσμονή για το τι θα γίνει παρακάτω. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα σοβαρό θρίλερ για πραγματικούς ανθρώπους που κάνουν πιστευτά πράγματα.
Δυστυχώς, όμως, καθώς η ιστορία αρχίζει και γυρίζει τροχούς, ξετυλίγοντας τις απρόβλεπτες συνέπειες των πράξεων των πρωταγωνιστών, η ελαφρότητα του σεναρίου κάνει αισθητή την παρουσία της, οδηγώντας τους κύριους χαρακτήρες σε ένα γνώριμο μελοδραματικό μονοπάτι που η Reichardt προσπαθεί να σκηνοθετήσει με πρωτοτυπία. Όσο όμως κι αν χρησιμοποιεί εικόνες που χρησιμεύουν ως εξαιρετικά ειρωνικά και διαυγή στοιχεία ενίσχυσης των ντοστογιεφσκικών ηθικών διλημμάτων των πρωταγωνιστών και όσο κι αν αποφεύγει διακριτικά να μην σπρώξει μια ατζέντα αφού ούτε αγιοποιεί ούτε καταδικάζει τον ακτιβισμό, το «Night Moves» χάνει την εστίασή του και ως ένα βαθμό το παιχνίδι.
Σε κάθε περίπτωση όμως και παρά τις ατέλειές του, το «Night Moves» δεν παύει να είναι ένα έξυπνο θρίλερ και μια στοχαστική περισυλλογή σχετικά με την απερισκεψία των καλών προθέσεων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου