Ναι, είναι γεγονός: ο νέος «Godzilla» του Gareth Edwards εκπληρώνει τις προσδοκίες προσφέροντας θεαματικά οπτικά εφέ, έναν εξαιρετικό και σκοτεινό σχεδιασμό παραγωγής και ένα υπέροχο μουσικό σκορ από τον Alexandre Desplat, που εκπέμπει φόβο σε ολόκληρη τη διάρκεια του έργου. Είμαι μαγκωμένος και βάζω τρεισήμισι αστεράκια για δύο λόγους. Πρώτον ίσως είναι δύσκολο για κάποιους να βρουν ενδιαφέρουσα την ανθρώπινη πλευρά της ιστορίας. Δεύτερον υπάρχει μια αδιαπέραστη σοβαρότητα και μια έντονη έλλειψη του χιούμορ που προσδίδει μια βαρύτητα η οποία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αυτοί οι δυο λόγοι αποτρέπουν την ταινία από το να πλησιάσει τον χαρακτηρισμό του αριστουργήματος, επιτρέποντας της όμως παράλληλα να διατηρήσει την αίσθηση του b-movie που με τον προϋπολογισμό ενός μπλοκμπάστερ μετατρέπεται σε μια από τις πιο ωραίες ταινίες επιστημονικής φαντασίας που έχουμε δει τελευταία.
Πιο συγκεκριμένα, τα περισσότερα εύσημα πρέπει να αποδοθούν στο σενάριο της ταινίας. Όχι στο σύνολο του, αλλά σε εκείνο το μέρος που ασχολείται με τα τέρατα. Υπάρχει μια πονηριά για το πώς το σενάριο του άγνωστου Max Borenstein και του Dave Callaham («Οι Αναλώσιμοι») μας παρουσιάζει την αλληγορία του για έναν φυσικό κόσμο που είναι τόσο αδιάφορος για μας και που θα πρέπει να μας φοβίζει πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε τέρας. Ενώ ακόμα πιο έξυπνος είναι ο τρόπος που μας απορρόφα στην πλοκή του, αφήνοντας μας να νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι από αυτά που βλέπουμε στην οθόνη και μοιάζουν ηλίθια κι απλά, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσει στη συνέχεια ότι δεν είμαστε τόσο έξυπνοι όσο νομίζουμε. Προκειμένου να μην αναφερθώ στην πλοκή, θα πω απλά ότι το σενάριο έχει ήδη σκεφτεί αυτό το πράγμα που εσείς σκεφτήκατε και, πριν το καταλάβετε, σας δίνει την απάντηση στο ερώτημα που έχετε στο κεφάλι σας.
Σειρά στη λίστα θετικών στοιχείων έχει η ανυπέρβλητη σκηνοθεσία του Gareth Edwards που το 2010 εντυπωσίασε με την ανεξάρτητη ταινία του, «Monsters». Με σαφέστατες επιρροές τόσο από το «Τζουράσικ Παρκ» όσο και από το «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» του Spielberg, χωρίς όμως να μιλάμε για μιμητικό χαρακτήρα, η ταινία χάρη στην μαεστρία, τον ρυθμό και την ικανότητα του σκηνοθέτη να σου μεταδίδει την αίσθηση του τεράστιου, ανταποκρίνεται με επιτυχία εκεί που πρέπει και καθηλώνει. Χωρίς να βασίζεται ολοκληρωτικά στα ειδικά εφέ, όπως τόσες άλλες υπερπαραγωγές, το «Godzilla» διαθέτει μια εξαιρετικά ψύχραιμη κι ατμοσφαιρική σκηνοθεσία που, τοποθετώντας τη δράση τη νύχτα και στη βροχή ή ανάμεσα σε σκόνη, καπνό κι ομίχλη, πολλές φορές προκαλεί τη φαντασία μας με τέτοιο τρόπο που αποτελεί κι αυτή κομμάτι της οπτικής απόλαυσης του έργου.
Η μόνη πραγματική απογοήτευση στην ταινία είναι οι άνθρωποι. Οι σεναριογράφοι, μετά τους εξαιρετικούς και άκρως ενδιαφέροντες τίτλους αρχής στους οποίους αναφέρεται η πυρηνική προέλευση της ιστορίας, δημιουργούν χαρακτήρες με σάρκα και οστά, με αποτέλεσμα όταν η ταινία δεν τους χρειάζεται πια να υπάρχει μια πραγματική αίσθηση της απώλειας. Οι χαρακτήρες κλειδιά που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας είναι γεγονός ότι παύουν να είναι ενδιαφέροντες και ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αντισταθμίσει την κατάσταση αυτή με τη χρήση απίστευτα φοβερών ηθοποιών που ανεβάζουν το επίπεδο, αλλά και μια διάχυτη σοβαροφάνεια που δεν εξυπηρετεί τίποτα. Και αυτό γιατί, αν παίρναμε οποιονδήποτε από τους τρεις βασικούς αντρικούς χαρακτήρες (τον Bryan Cranston, τον Aaron Taylor-Johnson και τον Ken Watanabe) και τους αλλάζαμε θέσεις με τους γυναικείους χαρακτήρες (Juliette Binoche, Elizabeth Olsen και Sally Hawkins), δεν θα γίνονταν το ανθρώπινο δράμα της ταινίας ούτε στο ελάχιστο πιο ενδιαφέρον, αφού η ανθρώπινη δυναμική που χτίζουν εδώ οι δυο σεναριογράφοι είναι χιλιοειπωμένη σε δεκάδες ταινίες.
Το παραπάνω, όμως, όσο κι αν ενοχλεί, αποτελεί ούτως ή άλλως ένα εγγενές πρόβλημα μιας τέτοιας ταινίας. αφού, από ένα σημείο και μετά, σε μια ταινία που τη χτίζεις για να τελειώσει με ένα γιγαντιαίο τέρας να καταστρέφει πόλεις, κανένα πρόσωπο και χαρακτήρας δεν έχει σημασία. Αν προσαρμοστείτε σε αυτή τη λογική του Χόλιγουντ, είναι λίγα εκείνα που θα σας σταματήσουν από το να απολαύσετε το «Godzilla». Η συμβουλή μου, λοιπόν, είναι να αφήσετε οποίες ανησυχίες έχετε σχετικά με την ανάπτυξη χαρακτήρων ή τους διαλόγους και να επιτρέψετε στον εαυτό σας να απορροφηθεί από αυτήν την επιδέξια σχεδιασμένη και άκρως διασκεδαστική ταινία καταστροφής.
Πιο συγκεκριμένα, τα περισσότερα εύσημα πρέπει να αποδοθούν στο σενάριο της ταινίας. Όχι στο σύνολο του, αλλά σε εκείνο το μέρος που ασχολείται με τα τέρατα. Υπάρχει μια πονηριά για το πώς το σενάριο του άγνωστου Max Borenstein και του Dave Callaham («Οι Αναλώσιμοι») μας παρουσιάζει την αλληγορία του για έναν φυσικό κόσμο που είναι τόσο αδιάφορος για μας και που θα πρέπει να μας φοβίζει πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε τέρας. Ενώ ακόμα πιο έξυπνος είναι ο τρόπος που μας απορρόφα στην πλοκή του, αφήνοντας μας να νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι από αυτά που βλέπουμε στην οθόνη και μοιάζουν ηλίθια κι απλά, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσει στη συνέχεια ότι δεν είμαστε τόσο έξυπνοι όσο νομίζουμε. Προκειμένου να μην αναφερθώ στην πλοκή, θα πω απλά ότι το σενάριο έχει ήδη σκεφτεί αυτό το πράγμα που εσείς σκεφτήκατε και, πριν το καταλάβετε, σας δίνει την απάντηση στο ερώτημα που έχετε στο κεφάλι σας.
Σειρά στη λίστα θετικών στοιχείων έχει η ανυπέρβλητη σκηνοθεσία του Gareth Edwards που το 2010 εντυπωσίασε με την ανεξάρτητη ταινία του, «Monsters». Με σαφέστατες επιρροές τόσο από το «Τζουράσικ Παρκ» όσο και από το «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» του Spielberg, χωρίς όμως να μιλάμε για μιμητικό χαρακτήρα, η ταινία χάρη στην μαεστρία, τον ρυθμό και την ικανότητα του σκηνοθέτη να σου μεταδίδει την αίσθηση του τεράστιου, ανταποκρίνεται με επιτυχία εκεί που πρέπει και καθηλώνει. Χωρίς να βασίζεται ολοκληρωτικά στα ειδικά εφέ, όπως τόσες άλλες υπερπαραγωγές, το «Godzilla» διαθέτει μια εξαιρετικά ψύχραιμη κι ατμοσφαιρική σκηνοθεσία που, τοποθετώντας τη δράση τη νύχτα και στη βροχή ή ανάμεσα σε σκόνη, καπνό κι ομίχλη, πολλές φορές προκαλεί τη φαντασία μας με τέτοιο τρόπο που αποτελεί κι αυτή κομμάτι της οπτικής απόλαυσης του έργου.
Η μόνη πραγματική απογοήτευση στην ταινία είναι οι άνθρωποι. Οι σεναριογράφοι, μετά τους εξαιρετικούς και άκρως ενδιαφέροντες τίτλους αρχής στους οποίους αναφέρεται η πυρηνική προέλευση της ιστορίας, δημιουργούν χαρακτήρες με σάρκα και οστά, με αποτέλεσμα όταν η ταινία δεν τους χρειάζεται πια να υπάρχει μια πραγματική αίσθηση της απώλειας. Οι χαρακτήρες κλειδιά που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας είναι γεγονός ότι παύουν να είναι ενδιαφέροντες και ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αντισταθμίσει την κατάσταση αυτή με τη χρήση απίστευτα φοβερών ηθοποιών που ανεβάζουν το επίπεδο, αλλά και μια διάχυτη σοβαροφάνεια που δεν εξυπηρετεί τίποτα. Και αυτό γιατί, αν παίρναμε οποιονδήποτε από τους τρεις βασικούς αντρικούς χαρακτήρες (τον Bryan Cranston, τον Aaron Taylor-Johnson και τον Ken Watanabe) και τους αλλάζαμε θέσεις με τους γυναικείους χαρακτήρες (Juliette Binoche, Elizabeth Olsen και Sally Hawkins), δεν θα γίνονταν το ανθρώπινο δράμα της ταινίας ούτε στο ελάχιστο πιο ενδιαφέρον, αφού η ανθρώπινη δυναμική που χτίζουν εδώ οι δυο σεναριογράφοι είναι χιλιοειπωμένη σε δεκάδες ταινίες.
Το παραπάνω, όμως, όσο κι αν ενοχλεί, αποτελεί ούτως ή άλλως ένα εγγενές πρόβλημα μιας τέτοιας ταινίας. αφού, από ένα σημείο και μετά, σε μια ταινία που τη χτίζεις για να τελειώσει με ένα γιγαντιαίο τέρας να καταστρέφει πόλεις, κανένα πρόσωπο και χαρακτήρας δεν έχει σημασία. Αν προσαρμοστείτε σε αυτή τη λογική του Χόλιγουντ, είναι λίγα εκείνα που θα σας σταματήσουν από το να απολαύσετε το «Godzilla». Η συμβουλή μου, λοιπόν, είναι να αφήσετε οποίες ανησυχίες έχετε σχετικά με την ανάπτυξη χαρακτήρων ή τους διαλόγους και να επιτρέψετε στον εαυτό σας να απορροφηθεί από αυτήν την επιδέξια σχεδιασμένη και άκρως διασκεδαστική ταινία καταστροφής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου