Βλέποντας το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», συνειδητοποιείς ότι το νέο πόνημα του σκηνοθέτη είναι η πιο Wes Anderson ταινία που έγινε ποτέ. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αυτόματα κι απολαυστική. Υπάρχουν σίγουρα αστείες στιγμές και υπάρχουν κι όμορφες στιγμές, όμως αυτό το ξενοδοχείο δεν είναι τίποτε άλλο από μια οπτικά τέλεια ταινία, η οποία στερείται σεναρίου και κατ` επέκταση ενδιαφέροντος.
Με επίκεντρο έναν εκκεντρικό ιδιοκτήτη ξενοδοχείου, ένα lobby-boy, έναν αμύθητης αξίας πίνακα και τη διαμάχη για μια οικογενειακή περιουσία, η ταινία του Anderson είναι από εκείνες που ενώ πολλά πράγματα συμβαίνουν, δεν γίνεται τίποτα ουσιαστικό. Αντ` αυτού, προκειμένου να προκαλέσει το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος κοινού και παράλληλα να καλύψει το μεγάλο σεναριακό κενό που διαθέτει, το σενάριο των Anderson και Guinness αναλώνεται σε πανέμορφα κινηματογραφημένα, αλλά άσκοπα κυνηγητά, επιδέξιες αποδράσεις και αλλά, πολλών ειδών, τερτίπια.
Για άλλη μια φορά το πρόβλημα επικεντρώνεται στον, καθαρά εικαστικό, σκηνοθέτη Wes Anderson. Όσο ανεβαίνει ο προϋπολογισμός, οι ταινίες του τείνουν, πολύ επιτυχημένα, να μην έχουν μόνο χρώματα και ήχους, αλλά σχεδόν ψηλαφητές υφές, γεύσεις και μυρωδιές. Κάτι που ναι μεν τις κάνει πολύ θελκτικές, αλλά παράλληλα σε βάζει να αναρωτηθείς αν οι ίδιες οι ταινίες του Anderson δεν είναι τίποτε άλλο από ιδιότροπα προϊόντα πολυτελείας. Αυτό το συμπέρασμα είναι πιο εμφανές από πότε στο «Ξενοδοχείο Grand Budapest», μια ταινία σχεδιασμένη στη λεπτομέρεια, χωρίς όμως κανένα πραγματικό ανθρώπινο συναίσθημα.
Ακόμα ένας παράγοντας που μετατρέπει το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» σε μια μικρής αξίας ταινία είναι το πολυπληθές all-star cast. Είτε σε μικρούς, είτε σε μεγάλους ρόλους, ο πραγματικά αξιομνημόνευτος θίασος από ηθοποιούς δίνει μεν τον καλύτερο του εαυτό και προσδίδει πόντους στην όποια απόλαυση της ταινίας, αλλά ακόμα και ηθοποιοί βεληνεκούς Harvey Keitel, Edward Norton και Tilda Swinton δεν καταφέρνουν ούτε στιγμή να σε πείσουν ότι η ύπαρξη τους δεν είναι τίποτε άλλο από διακοσμητική και ένα καθαρό μπόνους για το μάρκετινγκ της ταινίας.
Λυπάμαι λοιπόν που θα απογοητεύσω τους φαν του σκηνοθέτη, αλλά αυτό το σχολαστικά εξοπλισμένο κουκλόσπιτο, όσο τέλεια ερμηνευμένο κι αν είναι, δεν καταφέρνει τίποτε άλλο από το να σου πιστοποιήσει ότι ο Anderson μπορεί να είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, δεν έχει κάνει όμως -σχεδόν- πότε μια πραγματικά μεγάλη ταινία.
Με επίκεντρο έναν εκκεντρικό ιδιοκτήτη ξενοδοχείου, ένα lobby-boy, έναν αμύθητης αξίας πίνακα και τη διαμάχη για μια οικογενειακή περιουσία, η ταινία του Anderson είναι από εκείνες που ενώ πολλά πράγματα συμβαίνουν, δεν γίνεται τίποτα ουσιαστικό. Αντ` αυτού, προκειμένου να προκαλέσει το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος κοινού και παράλληλα να καλύψει το μεγάλο σεναριακό κενό που διαθέτει, το σενάριο των Anderson και Guinness αναλώνεται σε πανέμορφα κινηματογραφημένα, αλλά άσκοπα κυνηγητά, επιδέξιες αποδράσεις και αλλά, πολλών ειδών, τερτίπια.
Για άλλη μια φορά το πρόβλημα επικεντρώνεται στον, καθαρά εικαστικό, σκηνοθέτη Wes Anderson. Όσο ανεβαίνει ο προϋπολογισμός, οι ταινίες του τείνουν, πολύ επιτυχημένα, να μην έχουν μόνο χρώματα και ήχους, αλλά σχεδόν ψηλαφητές υφές, γεύσεις και μυρωδιές. Κάτι που ναι μεν τις κάνει πολύ θελκτικές, αλλά παράλληλα σε βάζει να αναρωτηθείς αν οι ίδιες οι ταινίες του Anderson δεν είναι τίποτε άλλο από ιδιότροπα προϊόντα πολυτελείας. Αυτό το συμπέρασμα είναι πιο εμφανές από πότε στο «Ξενοδοχείο Grand Budapest», μια ταινία σχεδιασμένη στη λεπτομέρεια, χωρίς όμως κανένα πραγματικό ανθρώπινο συναίσθημα.
Ακόμα ένας παράγοντας που μετατρέπει το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» σε μια μικρής αξίας ταινία είναι το πολυπληθές all-star cast. Είτε σε μικρούς, είτε σε μεγάλους ρόλους, ο πραγματικά αξιομνημόνευτος θίασος από ηθοποιούς δίνει μεν τον καλύτερο του εαυτό και προσδίδει πόντους στην όποια απόλαυση της ταινίας, αλλά ακόμα και ηθοποιοί βεληνεκούς Harvey Keitel, Edward Norton και Tilda Swinton δεν καταφέρνουν ούτε στιγμή να σε πείσουν ότι η ύπαρξη τους δεν είναι τίποτε άλλο από διακοσμητική και ένα καθαρό μπόνους για το μάρκετινγκ της ταινίας.
Λυπάμαι λοιπόν που θα απογοητεύσω τους φαν του σκηνοθέτη, αλλά αυτό το σχολαστικά εξοπλισμένο κουκλόσπιτο, όσο τέλεια ερμηνευμένο κι αν είναι, δεν καταφέρνει τίποτε άλλο από το να σου πιστοποιήσει ότι ο Anderson μπορεί να είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, δεν έχει κάνει όμως -σχεδόν- πότε μια πραγματικά μεγάλη ταινία.
Μάλλον μπερδεύεται τη λογοτεχνία με τον κινηματογράφο ή δεν ξέρετε τι είναι κινηματογράφος.
ΑπάντησηΔιαγραφή