Ας αρχίσουμε από την πρώτη παραδοχή: το να διαμαρτυρόμαστε ότι η ταινία του Darren Aronofsky, «Νώε», παρεκκλίνει από την ιστορία της Βίβλου, είναι σαν να διαμαρτυρόμαστε γιατί το «Jurassic Park» είναι μη ρεαλιστικό. Ο Aronofsky και ο συν-σεναριογράφος του, Ari Handel, διάλεξαν να μην πουν την κλασσική ιστορία του Νώε, αλλά μια ΑΛΛΗ ιστορία για τον Νώε. Δεδομένου ότι η ιστορία της Βίβλου είναι μια παραβολή, εδώ η ίδια παραβολή έχει εμπλουτιστεί με όπλα, εκρηκτικά και ούτω καθεξής.
Αφήνοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας το παραπάνω, ας συνεχίσουμε με τη δεύτερη παραδοχή: το να κινηματογραφήσεις την ιστορία του Νώε ως ένα βιβλικό έπος για το κοινό του 21ου αιώνα, είναι πραγματικά κάτι το φιλόδοξο. Το να βάζεις στο σκηνοθετικό τιμόνι τον έντονα ανεξάρτητα σκεπτόμενο σκηνοθέτη Darren Aronofsky, είναι κάτι το ακόμα πιο μεγαλεπήβολο και η Paramount Pictures θα έπρεπε σίγουρα να γνωρίζει τι κάνει όταν αποφάσισε να προχωρήσει σε μια μεγάλη προϋπολογισμού αφήγηση του βιβλικού Νώε και της κιβωτού του. Έχει, όμως, αυτός ο ιντριγκαδόρικος συνδυασμός μπλοκμπάστερ και Aronofsky τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Εδώ είναι που τα πράγματα μπερδεύουν…
Η ταινία σε αφήνει με ανάμεικτα συναισθήματα. Γνωρίζω ότι αυτό έχει ειπωθεί για πάρα πολλές ταινίες, αλλά εδώ είναι απόλυτα ταιριαστό. Και ο λόγος που σε αφήνει με ανάμεικτα συναισθήματα είναι γιατί, από καθαρά κινηματογραφική ματιά, ο Aronofsky μοιάζει να μην ξέρει τι ταινία θέλει να γυρίσει και τι είδους ιστορία θέλει να πει. Προσπαθεί να είναι μια ταινία πολυεπίπεδη, όπως και οι προηγούμενες δουλειές του, πατώντας πάνω σε μια ιστορία πολύ απλή, με αποτέλεσμα στο σύνολο να αποτυγχάνει αφήνοντας το κοινό μόνο με μερικές στιγμές κινηματογραφικού μεγαλείου.
Η ιστορία ξεκινά με τον γνωστό, στους περισσότερους, πρόλογο. Και από την πρώτη κιόλας στιγμή, το έργο ασχολείται με πολλά περισσότερα απ` όσα μπορεί και πρέπει. Εν μέρει, μιλάει για την καταστροφή της φύσης από τον άνθρωπο. Ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από το θέμα της δυνατότητας του ανθρώπου για ελεύθερη βούληση. Έχουμε το χριστιανικό κομμάτι και την επικοινωνία με τον Πλάστη (περιέργως, η λέξη Θεός δεν ακούγεται ποτέ στην ταινία). Έχουμε τις αναφορές στην επιστημονική εξέλιξη και την θεωρία του Δαρβίνου. Και όλα αυτά για να φτάσουμε στο τρίτο μέρος της ταινίας, όπου οι αλά Aronofsky επιρροές στο σενάριο αρχίζουν να φαίνονται και να έχουμε έναν Νώε οδηγούμενο στο άκρα, ένα θέμα διάχυτο σχεδόν σε όλες τις ταινίες του («Μαύρος Κύκνος», «Ο Παλαιστής», «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο», «π»). Ακόμα, όμως, και αυτό το άκρως ενδιαφέρον κομμάτι μοιάζει να μην έχει κανένα συναισθηματικό βάρος, παρά μόνο αυτό που του δίνουν οι ηθοποιοί (συνήθως η Connelly και η Watson) υπερβαίνοντας τα όρια των ρόλων τους.
Όμορφη και βάναυση, μεγαλοπρεπής και θλιβερή, πολύπλοκη και υπερβολικά απλοϊκή, σημαντική αλλά και μηδαμινής αξίας, η ταινία του Aronofsky τρέχει πάνω σε ένα ευρύ φάσμα κινηματογραφικών κλισέ, αλλά και κάποιων πρωτοποριών, οδηγώντας σε ένα περίεργο ποτ-πουρί sci-fi και βιβλικών στοιχείων, αμήχανα ανακατεμένο. Όπως και να `χει, όμως, δείτε το προκείμενου να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Αφήνοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας το παραπάνω, ας συνεχίσουμε με τη δεύτερη παραδοχή: το να κινηματογραφήσεις την ιστορία του Νώε ως ένα βιβλικό έπος για το κοινό του 21ου αιώνα, είναι πραγματικά κάτι το φιλόδοξο. Το να βάζεις στο σκηνοθετικό τιμόνι τον έντονα ανεξάρτητα σκεπτόμενο σκηνοθέτη Darren Aronofsky, είναι κάτι το ακόμα πιο μεγαλεπήβολο και η Paramount Pictures θα έπρεπε σίγουρα να γνωρίζει τι κάνει όταν αποφάσισε να προχωρήσει σε μια μεγάλη προϋπολογισμού αφήγηση του βιβλικού Νώε και της κιβωτού του. Έχει, όμως, αυτός ο ιντριγκαδόρικος συνδυασμός μπλοκμπάστερ και Aronofsky τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Εδώ είναι που τα πράγματα μπερδεύουν…
Η ταινία σε αφήνει με ανάμεικτα συναισθήματα. Γνωρίζω ότι αυτό έχει ειπωθεί για πάρα πολλές ταινίες, αλλά εδώ είναι απόλυτα ταιριαστό. Και ο λόγος που σε αφήνει με ανάμεικτα συναισθήματα είναι γιατί, από καθαρά κινηματογραφική ματιά, ο Aronofsky μοιάζει να μην ξέρει τι ταινία θέλει να γυρίσει και τι είδους ιστορία θέλει να πει. Προσπαθεί να είναι μια ταινία πολυεπίπεδη, όπως και οι προηγούμενες δουλειές του, πατώντας πάνω σε μια ιστορία πολύ απλή, με αποτέλεσμα στο σύνολο να αποτυγχάνει αφήνοντας το κοινό μόνο με μερικές στιγμές κινηματογραφικού μεγαλείου.
Η ιστορία ξεκινά με τον γνωστό, στους περισσότερους, πρόλογο. Και από την πρώτη κιόλας στιγμή, το έργο ασχολείται με πολλά περισσότερα απ` όσα μπορεί και πρέπει. Εν μέρει, μιλάει για την καταστροφή της φύσης από τον άνθρωπο. Ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από το θέμα της δυνατότητας του ανθρώπου για ελεύθερη βούληση. Έχουμε το χριστιανικό κομμάτι και την επικοινωνία με τον Πλάστη (περιέργως, η λέξη Θεός δεν ακούγεται ποτέ στην ταινία). Έχουμε τις αναφορές στην επιστημονική εξέλιξη και την θεωρία του Δαρβίνου. Και όλα αυτά για να φτάσουμε στο τρίτο μέρος της ταινίας, όπου οι αλά Aronofsky επιρροές στο σενάριο αρχίζουν να φαίνονται και να έχουμε έναν Νώε οδηγούμενο στο άκρα, ένα θέμα διάχυτο σχεδόν σε όλες τις ταινίες του («Μαύρος Κύκνος», «Ο Παλαιστής», «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο», «π»). Ακόμα, όμως, και αυτό το άκρως ενδιαφέρον κομμάτι μοιάζει να μην έχει κανένα συναισθηματικό βάρος, παρά μόνο αυτό που του δίνουν οι ηθοποιοί (συνήθως η Connelly και η Watson) υπερβαίνοντας τα όρια των ρόλων τους.
Όμορφη και βάναυση, μεγαλοπρεπής και θλιβερή, πολύπλοκη και υπερβολικά απλοϊκή, σημαντική αλλά και μηδαμινής αξίας, η ταινία του Aronofsky τρέχει πάνω σε ένα ευρύ φάσμα κινηματογραφικών κλισέ, αλλά και κάποιων πρωτοποριών, οδηγώντας σε ένα περίεργο ποτ-πουρί sci-fi και βιβλικών στοιχείων, αμήχανα ανακατεμένο. Όπως και να `χει, όμως, δείτε το προκείμενου να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου