Στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, ο, μάλλον άνισος, Goldsman (σεναριογράφος ταινιών όπως το Κώδικας Da Vinci, Ζωντανός Θρύλος και Ένας Υπέροχος Άνθρωπος) στραβοπατάει οικτρά και δημιουργεί μια ταινία που κάνει το Έρωτας από την Αρχή να μοιάζει με τον Νονό.
Διασκευάζοντας το 700ων σελίδων μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού του Mark Helprin, σε μια μάλλον απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει όλα τα ενδιαφέροντα στοιχειά του, το συνοψίζει σε μια σειρά ακατανόητων και σαχλών παραλογισμών που μπορούν να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια του κοινού. Διαθέτοντας μια ανεπανάληπτη αδυναμία συνοχής τόσο των χαρακτήρων όσο και της πλοκής, η ταινία δεν σου αφήνει πραγματικά κανένα περιθώριο να την πάρεις στα σοβαρά.
Χωρισμένο, θα μπορούσαμε να πούμε, σε δύο μέρη, το έργο αναλώνεται σε αστεία που δεν σου αφήνουν πάρα ένα μειδίαμα, δράματα χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον και μια βαριεστημένη ερωτική πλοκή. Υπάρχουν φυσικά και οι απαραίτητες πνευματικές ασυναρτησίες για τα άστρα και το φως, που όχι μόνο δεν προσθέτουν τίποτα στο όλο εγχείρημα, αλλά το επιβαρύνουν. Βλέπετε, στην προσπάθεια του ο Goldman να τιμήσει αυτά τα στοιχεία με μια τρανταχτή κινηματογράφηση, ξεχνάει να δημιουργήσει χαρακτήρες και προσωπικότητες με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί το κοινό.
Ακόμα και έτσι, όμως, υπάρχουν ένα-δυο παράγοντες που λειτουργούν υπέρ του έργου. Πρώτον, ερμηνευτικά, η πείρα, το ταλέντο και η γοητεία των διάσημων πρωταγωνιστών σώζουν την ταινία από τον απολυτό εξευτελισμό. Δεύτερον, η ελκυστική εικόνα που σου παρέχει η φωτογραφία του Caleb Dechanel (Τα Πάθη του Χριστού), αλλά και ο εξαιρετικός σχεδιασμός παραγωγής της Naomi Shohan (Παραδεισένια Οστά) προσδίδουν πόντους στο οπτικό κομμάτι του φιλμ. Και τέλος, παρά το παντελώς άτσαλο σενάριο της, το τελικό μήνυμα που σου περνά είναι θετικό, άξιο συζήτησης και απόλυτα ταιριαστό με την ημέρα εξόδου της (14 Φεβρουαρίου). Είναι όμως αυτά αρκετά για να σώσουν ένα έργο που ιδρώνει κι αγκομαχά για να σου προκαλέσει το παραμικρό συναίσθημα; Την απάντηση θα τη δώσουν οι τολμηροί που θα επιλέξουν να το δουν…
Διασκευάζοντας το 700ων σελίδων μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού του Mark Helprin, σε μια μάλλον απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει όλα τα ενδιαφέροντα στοιχειά του, το συνοψίζει σε μια σειρά ακατανόητων και σαχλών παραλογισμών που μπορούν να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια του κοινού. Διαθέτοντας μια ανεπανάληπτη αδυναμία συνοχής τόσο των χαρακτήρων όσο και της πλοκής, η ταινία δεν σου αφήνει πραγματικά κανένα περιθώριο να την πάρεις στα σοβαρά.
Χωρισμένο, θα μπορούσαμε να πούμε, σε δύο μέρη, το έργο αναλώνεται σε αστεία που δεν σου αφήνουν πάρα ένα μειδίαμα, δράματα χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον και μια βαριεστημένη ερωτική πλοκή. Υπάρχουν φυσικά και οι απαραίτητες πνευματικές ασυναρτησίες για τα άστρα και το φως, που όχι μόνο δεν προσθέτουν τίποτα στο όλο εγχείρημα, αλλά το επιβαρύνουν. Βλέπετε, στην προσπάθεια του ο Goldman να τιμήσει αυτά τα στοιχεία με μια τρανταχτή κινηματογράφηση, ξεχνάει να δημιουργήσει χαρακτήρες και προσωπικότητες με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί το κοινό.
Ακόμα και έτσι, όμως, υπάρχουν ένα-δυο παράγοντες που λειτουργούν υπέρ του έργου. Πρώτον, ερμηνευτικά, η πείρα, το ταλέντο και η γοητεία των διάσημων πρωταγωνιστών σώζουν την ταινία από τον απολυτό εξευτελισμό. Δεύτερον, η ελκυστική εικόνα που σου παρέχει η φωτογραφία του Caleb Dechanel (Τα Πάθη του Χριστού), αλλά και ο εξαιρετικός σχεδιασμός παραγωγής της Naomi Shohan (Παραδεισένια Οστά) προσδίδουν πόντους στο οπτικό κομμάτι του φιλμ. Και τέλος, παρά το παντελώς άτσαλο σενάριο της, το τελικό μήνυμα που σου περνά είναι θετικό, άξιο συζήτησης και απόλυτα ταιριαστό με την ημέρα εξόδου της (14 Φεβρουαρίου). Είναι όμως αυτά αρκετά για να σώσουν ένα έργο που ιδρώνει κι αγκομαχά για να σου προκαλέσει το παραμικρό συναίσθημα; Την απάντηση θα τη δώσουν οι τολμηροί που θα επιλέξουν να το δουν…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου