Η νέα ταινία του Olivier Assayas ασχολείται με την ιστορία ενηλικίωσης ενός νεαρού Γάλλου σπουδαστή με το όνομα Gilles (Clement Metayer), ο οποίος στον απόηχο της πολιτικής αναταραχής του 1968 βρίσκεται διχασμένος μεταξύ των πολιτικών του πεποιθήσεων και των προσωπικών φιλοδοξιών του. Το «Μετά το Μάη» είναι στον πυρήνα του μια ταινία για την αφύπνιση της συνείδησης, στην όποια ο Assayas έχει το θάρρος να μας θυμίσει την ανάγκη να ευθυγραμμιστούν οι δράσεις μας στη ζωή με τις πεποιθήσεις μας.
Νοηματικά, λοιπόν, όλα καλά. Βγαίνει όμως αυτό στον θεατή βλέποντας την ταινία; Δυστυχώς, ούτε στο ελάχιστο. Το κύριο ζήτημα της ταινίας είναι ότι ποτέ δεν ασχολούμαστε ουσιαστικά με τους χαρακτήρες. Και όχι μονό στον πολιτικό τους λόγο, όπου κι εκεί ο Assayas αγωνίζεται να κάνει μερικά από τα τετριμμένα λόγια των πρωταγωνιστών του να ηχούν πειστικά, αλλά στο σύνολο τους αφού η μεγάλη επιπολαιότητα της απεικόνισης των εφήβων του έργου, καθώς τρέχουν γύρω-γύρω ζωγραφίζοντας ο ένας τον άλλον γυμνό και καπνίζοντας τα πάντα, κάνει τον θεατή να μην εμπλακεί ούτε στιγμή μαζί τους, αφήνοντας τον αποστασιοποιημένο από το μήνυμα κι ως εκ τούτου αποκλεισμένο από την ταινία. Σίγουρα η αίσθηση του χρόνου είναι πιστά δημιουργημένη κι έχει δοθεί η συνηθισμένη προσοχή του σκηνοθέτη σε λεπτομέρειες όπως τα ρούχα, η μουσική και η σωστή απεικόνιση του τόπου, αλλά τελικά μένει κανείς με την εντύπωση ότι βλέπει μια καρτ-ποστάλ ενός νεανικού ριζοσπαστισμού, παρά μια σωστή απεικόνιση του. Ακόμα και έτσι, όμως, το φιλμ θα μπορούσε κάλλιστα να σου μεταδώσει κάποια πράγματα. Και λέω θα μπορούσε, γιατί ο Assayas καταφέρνει να κάνει μια τόσο κινηματογραφικά πληκτική ταινία που οτιδήποτε κι αν προσπαθεί να σου περάσει εξανεμίζεται καθώς το έργο σέρνεται επί ένα δίωρο.
Το «Μετά το Μάη» είναι συνεπώς μια υποτονική εικόνα του νεανικού ιδεαλισμού, γυρισμένη σαν να υπάρχει ένα ανυπέρβλητο τείχος ανάμεσα στο κοινό και την οθόνη. Και όπως και να’ χει, μια ταινία το να σου δείχνει απλά ότι κάποια πράγματα συνέβησαν ή υπήρχαν ή θα μπορούσαν να γίνουν, δεν σου λέει και πολλά.
Νοηματικά, λοιπόν, όλα καλά. Βγαίνει όμως αυτό στον θεατή βλέποντας την ταινία; Δυστυχώς, ούτε στο ελάχιστο. Το κύριο ζήτημα της ταινίας είναι ότι ποτέ δεν ασχολούμαστε ουσιαστικά με τους χαρακτήρες. Και όχι μονό στον πολιτικό τους λόγο, όπου κι εκεί ο Assayas αγωνίζεται να κάνει μερικά από τα τετριμμένα λόγια των πρωταγωνιστών του να ηχούν πειστικά, αλλά στο σύνολο τους αφού η μεγάλη επιπολαιότητα της απεικόνισης των εφήβων του έργου, καθώς τρέχουν γύρω-γύρω ζωγραφίζοντας ο ένας τον άλλον γυμνό και καπνίζοντας τα πάντα, κάνει τον θεατή να μην εμπλακεί ούτε στιγμή μαζί τους, αφήνοντας τον αποστασιοποιημένο από το μήνυμα κι ως εκ τούτου αποκλεισμένο από την ταινία. Σίγουρα η αίσθηση του χρόνου είναι πιστά δημιουργημένη κι έχει δοθεί η συνηθισμένη προσοχή του σκηνοθέτη σε λεπτομέρειες όπως τα ρούχα, η μουσική και η σωστή απεικόνιση του τόπου, αλλά τελικά μένει κανείς με την εντύπωση ότι βλέπει μια καρτ-ποστάλ ενός νεανικού ριζοσπαστισμού, παρά μια σωστή απεικόνιση του. Ακόμα και έτσι, όμως, το φιλμ θα μπορούσε κάλλιστα να σου μεταδώσει κάποια πράγματα. Και λέω θα μπορούσε, γιατί ο Assayas καταφέρνει να κάνει μια τόσο κινηματογραφικά πληκτική ταινία που οτιδήποτε κι αν προσπαθεί να σου περάσει εξανεμίζεται καθώς το έργο σέρνεται επί ένα δίωρο.
Το «Μετά το Μάη» είναι συνεπώς μια υποτονική εικόνα του νεανικού ιδεαλισμού, γυρισμένη σαν να υπάρχει ένα ανυπέρβλητο τείχος ανάμεσα στο κοινό και την οθόνη. Και όπως και να’ χει, μια ταινία το να σου δείχνει απλά ότι κάποια πράγματα συνέβησαν ή υπήρχαν ή θα μπορούσαν να γίνουν, δεν σου λέει και πολλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου