Το «Άλλη μια Νύχτα» βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Nick Flynn, με τον τίτλο «Another Bullshit Night in Suck City» και εξιστορεί μια πολύπλοκη, ώριμη ιστορία της επανένωσης ενός πατέρα (Nick) κι ενός γιου (Jonathan) κάτω από δύσκολες συνθήκες. Με το θέμα της να είναι σκοτεινό, συχνά χωρίς φως στην άκρη του τούνελ, η ιστορία ξετυλίγεται με έναν άκρως πρωτότυπο τρόπο. Μέσα από τις αφηγήσεις και τις οπτικές γωνιές, τόσο του Nick όσο και του Jonathan. Ο μεν Nick εξακολουθεί να ασχολείται με τις πληγές τις εγκατάλειψης από τον πατέρα του, καθώς κι από την πρόσφατη αυτοκτονία της μητέρας του. Ο δε Jonathan προσπαθώντας να διατηρήσει την αξιοπρέπεια, κάτω από το βάρος της επανασύνδεσης με το γιο του και μπροστά στην ιδέα ότι είναι άστεγος, χάνει γρήγορα την αίσθηση με την πραγματικότητα.
Σε ένα πράγμα που η παράγωγη του έργου τα κατάφερε περίφημα είναι στο καστ της. Με τον De Niro ως Jonathan και τον Dano ως Nick, η ταινία διαθέτει στο επίκεντρο της δυο εξαιρετικές ερμηνείες που μέσω αυτών το φιλμ ισορροπεί μία από τις βασικές του αδυναμίες: το μονοδιάστατο σκετσάρισμα σχεδόν όλων των χαρακτήρων του. Με τον Weitz να εστιάζει το ενδιαφέρον του στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, διαποτίζοντας την ταινία με ζοφερές λεπτομέρειες των αστέγων και της κατάχρησης ναρκωτικών, η ταινία όσο βαριά και καταθλιπτική κι αν είναι, άλλο τόσο παίρνει συνεχώς τον εύκολο δρόμο χωρίς πότε να ψάχνει βαθιά στο αληθινό σκοτάδι στην καρδιά των χαρακτήρων. Τα προβλήματα του Nick τον οδηγούν στα ναρκωτικά, χωρίς πότε να παίρνουμε πραγματικά μια αίσθηση των συνεπειών των ναρκωτικών στη ζωή του. Βλέπουμε τη μητέρα του Nick να γράφει ένα σημείωμα κρατώντας ένα όπλο, αλλά η αληθινή βία της πράξης της γίνεται εκτός κάμερας. Μας τονίζουν επανειλημμένα πως το μένος του Jonathan φοβίζει τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν βλέπουμε κάποια έκρηξη του που να αποδεικνύει ότι αποτελεί κίνδυνο. Ανώφελες εκμεταλλεύσεις των πιο σκοτεινών στιγμών των ανθρώπων, σίγουρα δεν είναι ποτέ κάτι το διασκεδαστικό να βλέπει κανείς, αλλά μαλακώνοντας τες προκειμένου να καταστούν πιο εύπεπτες, αυτό που διασφαλίζεις είναι ότι η συναισθηματική σύνδεση με το κοινό θα είναι άστοχη, στην καλύτερη περίπτωση. Λαμβάνοντας υπόψη, λοιπόν, το πόσο λίγο βάθος το «Άλλη μια Νύχτα» δίνει στους χαρακτήρες του, η σοβαρότητα του περιεχομένου εξανεμίζεται, και από ένα σημείο και μετά ότι συμβαίνει μοιάζει σαν τεχνάσματα του σεναρίου που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να κάνουν τον θεατή να δει με συμπάθεια τους χαρακτήρες, ελλείψει πραγματικών συναισθημάτων. Ενώ ένας άλλος λόγος που κάνει την ταινία να είναι αποτελεσματική σπασμωδικά, είναι ο τρομερά ασταθής τόνος της. Πολύ αστεία εδώ, όχι αρκετά αστεία αλλού, σοβαρή τμηματικά αλλά και πολύ δραματική, σε σημείο που δεν αφήνει χρόνο στον θεατή να πάρει ανάσα.
Αν και το έργο ενώνει κάπως τα κομμάτια του στην τελική του πράξη καταλήγοντας σε ένα άκρως θετικό κι ανθρώπινο φινάλε, εσύ μένεις να σκέφτεσαι ότι χρειάζεται μεγάλη ικανότητα προκειμένου να φτιάξει κανείς μια αποτελεσματική ταινία, με ίσες ποσότητες γέλιου και δακρύων. Και παρόλο που το «Άλλη μια Νύχτα» είναι αξιοθαύμαστο για την προσπάθεια του, δεν τα καταφέρνει αρκετά καλά.
Σε ένα πράγμα που η παράγωγη του έργου τα κατάφερε περίφημα είναι στο καστ της. Με τον De Niro ως Jonathan και τον Dano ως Nick, η ταινία διαθέτει στο επίκεντρο της δυο εξαιρετικές ερμηνείες που μέσω αυτών το φιλμ ισορροπεί μία από τις βασικές του αδυναμίες: το μονοδιάστατο σκετσάρισμα σχεδόν όλων των χαρακτήρων του. Με τον Weitz να εστιάζει το ενδιαφέρον του στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, διαποτίζοντας την ταινία με ζοφερές λεπτομέρειες των αστέγων και της κατάχρησης ναρκωτικών, η ταινία όσο βαριά και καταθλιπτική κι αν είναι, άλλο τόσο παίρνει συνεχώς τον εύκολο δρόμο χωρίς πότε να ψάχνει βαθιά στο αληθινό σκοτάδι στην καρδιά των χαρακτήρων. Τα προβλήματα του Nick τον οδηγούν στα ναρκωτικά, χωρίς πότε να παίρνουμε πραγματικά μια αίσθηση των συνεπειών των ναρκωτικών στη ζωή του. Βλέπουμε τη μητέρα του Nick να γράφει ένα σημείωμα κρατώντας ένα όπλο, αλλά η αληθινή βία της πράξης της γίνεται εκτός κάμερας. Μας τονίζουν επανειλημμένα πως το μένος του Jonathan φοβίζει τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν βλέπουμε κάποια έκρηξη του που να αποδεικνύει ότι αποτελεί κίνδυνο. Ανώφελες εκμεταλλεύσεις των πιο σκοτεινών στιγμών των ανθρώπων, σίγουρα δεν είναι ποτέ κάτι το διασκεδαστικό να βλέπει κανείς, αλλά μαλακώνοντας τες προκειμένου να καταστούν πιο εύπεπτες, αυτό που διασφαλίζεις είναι ότι η συναισθηματική σύνδεση με το κοινό θα είναι άστοχη, στην καλύτερη περίπτωση. Λαμβάνοντας υπόψη, λοιπόν, το πόσο λίγο βάθος το «Άλλη μια Νύχτα» δίνει στους χαρακτήρες του, η σοβαρότητα του περιεχομένου εξανεμίζεται, και από ένα σημείο και μετά ότι συμβαίνει μοιάζει σαν τεχνάσματα του σεναρίου που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να κάνουν τον θεατή να δει με συμπάθεια τους χαρακτήρες, ελλείψει πραγματικών συναισθημάτων. Ενώ ένας άλλος λόγος που κάνει την ταινία να είναι αποτελεσματική σπασμωδικά, είναι ο τρομερά ασταθής τόνος της. Πολύ αστεία εδώ, όχι αρκετά αστεία αλλού, σοβαρή τμηματικά αλλά και πολύ δραματική, σε σημείο που δεν αφήνει χρόνο στον θεατή να πάρει ανάσα.
Αν και το έργο ενώνει κάπως τα κομμάτια του στην τελική του πράξη καταλήγοντας σε ένα άκρως θετικό κι ανθρώπινο φινάλε, εσύ μένεις να σκέφτεσαι ότι χρειάζεται μεγάλη ικανότητα προκειμένου να φτιάξει κανείς μια αποτελεσματική ταινία, με ίσες ποσότητες γέλιου και δακρύων. Και παρόλο που το «Άλλη μια Νύχτα» είναι αξιοθαύμαστο για την προσπάθεια του, δεν τα καταφέρνει αρκετά καλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου