Μετά την τεραστία εμπορική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία του Φιλενάδες, η πρώτη, από τις σίγουρα πολλές γυναικείες κωμωδίες που θα ακολουθήσουν, λέγεται «Οι Εργένισσες». Για να είμαστε βέβαια απολυτά δίκαιοι, η ταινία της Leslye Headland στην πραγματικότητα γράφτηκε πολύ πριν από την ταινία του Paul Feig. Οι συγκρίσεις και οι ομοιότητες μεταξύ των δύο είναι όμως αναμφισβήτητες. Η φόρμουλα, πάνω-κάτω, η ίδια: μια δυσλειτουργική ομάδα φίλων συγκεντρώνεται σε μια γιορτινή, ηδονιστική νύχτα την παραμονή του γάμου ενός φίλου και το χάος επακολουθεί. Συγκεκριμένα εδώ, η κεντρική ιστορία περιστρέφεται γύρω από τρεις φίλες, επιφορτισμένες με καθήκοντα παρανύμφου για τον γάμο της σχολικής φίλης τους, που όμως πότε δε συμπαθούσαν ιδιαίτερα και σίγουρα ποτέ δεν πίστευαν ότι θα είναι η πρώτη που θα παντρευτεί.
Από κωμικής πλευράς, η ταινία και έξυπνες ατάκες διαθέτει και κάποιο πνεύμα στο χιούμορ και γενικώς θα σε κάνει να γελάσεις. Δυστυχώς, όμως, η -αρχικά χαριτωμένη- ιδέα είναι επεξεργασμένη με έναν εντελώς λάθος τρόπο. Το τετριμμένο σενάριο αντί να εξελίξει το γρήγορα κορεσμένο είδος, το υποβιβάζει με μια προβλέψιμη πλοκή, εμφανή λάθη και παντελή απουσία κινήτρων για τους μονοδιάστατους χαρακτήρες του. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει στο ποσό άνισα είναι δομημένη η ταινία. Ξεκίνα ως μια ξέφρενη φάρσα για να μετατραπεί, λίγο πριν την τρίτη πράξη, σε μια βεβιασμένη και τυποποιημένη κοινωνική-ρομαντική ταινία γεμάτη με ευαίσθητα συναισθήματα και εγκάρδιες στιγμές. Παρόλο, όμως, που το έργο διαθέτει ένα σενάριο «προκάτ» και καταφεύγει στις πιο απίθανες συμπτώσεις για να στηρίξει το μωσαϊκό των ιστοριών, το έξοχο καστ συντηρεί το ενδιαφέρον του θεατή. Οι Lizzy Caplan, Kirsten Dunst, Isla Fisher και Rebel Wilson είναι πραγματικά απολαυστικές, παρά τους αδύναμους στη σκιαγράφηση ρόλους τους.
Με τη σκέψη ότι το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχτεί ως μια κομεντί μελέτη στις παλιές φιλίες, στην ωρίμανση των ευθυνών και την εξεύρεση του εαυτό σου στα τριάντα σου, πασπαλισμένα με χονδροειδές χιούμορ (γιατί είναι στη μόδα), το τελικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια, σίγουρα διασκεδαστική, αλλά και σίγουρα χαμένη ευκαιρία για κάτι φρέσκο και πρωτότυπο.
Από κωμικής πλευράς, η ταινία και έξυπνες ατάκες διαθέτει και κάποιο πνεύμα στο χιούμορ και γενικώς θα σε κάνει να γελάσεις. Δυστυχώς, όμως, η -αρχικά χαριτωμένη- ιδέα είναι επεξεργασμένη με έναν εντελώς λάθος τρόπο. Το τετριμμένο σενάριο αντί να εξελίξει το γρήγορα κορεσμένο είδος, το υποβιβάζει με μια προβλέψιμη πλοκή, εμφανή λάθη και παντελή απουσία κινήτρων για τους μονοδιάστατους χαρακτήρες του. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει στο ποσό άνισα είναι δομημένη η ταινία. Ξεκίνα ως μια ξέφρενη φάρσα για να μετατραπεί, λίγο πριν την τρίτη πράξη, σε μια βεβιασμένη και τυποποιημένη κοινωνική-ρομαντική ταινία γεμάτη με ευαίσθητα συναισθήματα και εγκάρδιες στιγμές. Παρόλο, όμως, που το έργο διαθέτει ένα σενάριο «προκάτ» και καταφεύγει στις πιο απίθανες συμπτώσεις για να στηρίξει το μωσαϊκό των ιστοριών, το έξοχο καστ συντηρεί το ενδιαφέρον του θεατή. Οι Lizzy Caplan, Kirsten Dunst, Isla Fisher και Rebel Wilson είναι πραγματικά απολαυστικές, παρά τους αδύναμους στη σκιαγράφηση ρόλους τους.
Με τη σκέψη ότι το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχτεί ως μια κομεντί μελέτη στις παλιές φιλίες, στην ωρίμανση των ευθυνών και την εξεύρεση του εαυτό σου στα τριάντα σου, πασπαλισμένα με χονδροειδές χιούμορ (γιατί είναι στη μόδα), το τελικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια, σίγουρα διασκεδαστική, αλλά και σίγουρα χαμένη ευκαιρία για κάτι φρέσκο και πρωτότυπο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου