Όταν η δημοφιλής Camille (Louise Grinberg) μένει κατά λάθος έγκυος, τότε οι φίλες της, από περιέργεια και κυρίως πίεση, ακολουθούν γρήγορα τις ενέργειές της. Πεπεισμένες ότι μπορούν να αναθρέψουν τα παιδιά τους μαζί με έναν τρόπο που θα τους απελευθερώσει από άλλες ευθύνες, η απόφασή τους προκαλεί σύγχυση στους γονείς, τους δασκάλους, και τους συνομηλίκους τους, που απελπισμένοι προσπαθούν να σταματήσουν αυτό το ευρέως διαδεδομένο πρόβλημα στην πηγή του. Εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα του 2008, όταν 18 μαθήτριες γυμνασίου έλαβαν μέρος σε ένα υποτιθέμενο «σύμφωνο εγκυμοσύνης», το «17 Κορίτσια» των Delphine και Muriel Coulin προσφέρει μια εξαιρετικά στυλιζαρισμένη αν κι αρκετά νωθρή απεικόνιση της ιδιοτροπίας των πεισματικών έφηβων. Παρά το γεγονός ότι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, η ταινία είναι μια μη πειστική κι επιφανειακή προσέγγιση της εφηβείας και συχνά μια κενή εμπειρία.
Παρακάμπτοντας κάθε πραγματική ανάλυση των χαρακτήρων, η ταινία εστιάζει αντ` αυτού αμέσως στην τάση της ομάδας για τη διασκέδαση και τη δυναμική των σχέσεων τους σε μια τέτοια περίεργη κατάσταση. Η παραθαλάσσια πόλη στην οποία ζουν έχει λίγα να κάνεις και ακόμα λιγότερα να σου προσφέρει, και η ανάγκη των κοριτσιών για ψυχαγωγία κι ένα σίγουρο μέλλον τις οδηγεί να πιστεύουν με κάποιο τρόπο ότι με το να κάνουν παιδιά θα βρουν και τα δυο. Ακόμη πιο ισχυρή είναι η συλλογική ανάγκη των κοριτσιών να είναι μέρος αυτής της ομάδας, όταν π.χ. η παρείσακτη Florence (Roxane Duran), που αρχικά γελοιοποιήθηκε και χλευάστηκε από την Camille και την κλίκα της, γίνεται δεκτή μόνο μετά την ανακοίνωση ότι είναι κι εκείνη έγκυος. Η συνεχιζόμενη απίστευτη αφέλεια που διακατέχει τα κορίτσια σημαίνει ότι λίγη σκέψη δίνεται στις συνέπειες των πράξεών τους. Σίγουρα, έχουν καταλάβει τα νόμιμα δικαιώματά τους προκειμένου να συλλάβουν και να έχουν ένα ουτοπικό όνειρο ότι θα βοηθήσουν η μια την άλλη, αλλά υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι κάποια από αυτές έχει κατανοήσει τη σημαντικότητα των πράξεων τους και τις υποχρεωτικές θυσίες που κάνεις όταν γίνεσαι μητέρα. Ακόμα χειρότερα, καμία από αυτές δεν είναι έτοιμη ή ικανή να μεγαλώσει ένα παιδί. Φαίνονται ευτυχείς να πίνουν, να καπνίζουν, ακόμα και να οδηγούν χωρίς άδεια ενώ είναι έγκυες.
Μια πλήρης ανάλυση των κοινωνικών επιρροών και του χάσματος των γενεών παρεμποδίζεται από την υπερβολικά επιφανειακή και στυλιζαρισμένη αισθητική της ταινίας. Οι σπάνιες στιγμές της απομόνωσης και περισυλλογής των κοριτσιών ρίχνουν μια βιαστική ματιά στη λύπη τους και τις περιορισμένες δυνατότητες του κάθε ατόμου, αλλά γρήγορα χάνονται μέσα στις διδακτικές από ένα σημείο και μετά ιδιότητες της ταινίας. Η σκηνοθεσία των αδελφών Coulin επίσης δεν βοηθά, αφού η απόφαση τους να χρησιμοποιήσουν ένα πνιγηρά αργό ρυθμό ,τελικά (και σταθερά) καταργεί τις όποιες θετικές ιδιότητες της ταινίας. Η ταινία, η οποία μένει από δυνάμεις σχεδόν αμέσως, είναι κατά συνέπεια διαποτισμένη με μια ολόκληρη σειρά από χρονοβόρα στοιχεία, στην προσπάθεια των αδελφών Coulin να μεγαλώσουν τη διάρκεια της, πηγαίνοντας ολοφάνερα από τη μία περιττή σκηνή στην άλλη. Η συνεχιζόμενη, διάχυτη έμφαση στις συζητήσεις και τις διαμάχες των κεντρικών χαρακτήρων, δε, καταντά κουραστική κι επίπονη από πολύ νωρίς.
Παρόλο, λοιπόν, που η ταινία διαθέτει μια ομολογουμένως πιστευτή και νατουραλιστική αίσθηση, τελικά γίνεται σαφές ότι παρά το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα της, οι συντελεστές της δεν εκμεταλλευτήκαν πλήρως τις δυνατότητες του και τις σπατάλησαν αφού η προτίμηση τους να φτιάξουν κάτι μοντέρνο παραβλέποντας την ουσία, κάνει την ταινία άλλη μια εύκολα παρακολουθήσιμη, αλλά επιφανειακή εμπειρία.
Παρακάμπτοντας κάθε πραγματική ανάλυση των χαρακτήρων, η ταινία εστιάζει αντ` αυτού αμέσως στην τάση της ομάδας για τη διασκέδαση και τη δυναμική των σχέσεων τους σε μια τέτοια περίεργη κατάσταση. Η παραθαλάσσια πόλη στην οποία ζουν έχει λίγα να κάνεις και ακόμα λιγότερα να σου προσφέρει, και η ανάγκη των κοριτσιών για ψυχαγωγία κι ένα σίγουρο μέλλον τις οδηγεί να πιστεύουν με κάποιο τρόπο ότι με το να κάνουν παιδιά θα βρουν και τα δυο. Ακόμη πιο ισχυρή είναι η συλλογική ανάγκη των κοριτσιών να είναι μέρος αυτής της ομάδας, όταν π.χ. η παρείσακτη Florence (Roxane Duran), που αρχικά γελοιοποιήθηκε και χλευάστηκε από την Camille και την κλίκα της, γίνεται δεκτή μόνο μετά την ανακοίνωση ότι είναι κι εκείνη έγκυος. Η συνεχιζόμενη απίστευτη αφέλεια που διακατέχει τα κορίτσια σημαίνει ότι λίγη σκέψη δίνεται στις συνέπειες των πράξεών τους. Σίγουρα, έχουν καταλάβει τα νόμιμα δικαιώματά τους προκειμένου να συλλάβουν και να έχουν ένα ουτοπικό όνειρο ότι θα βοηθήσουν η μια την άλλη, αλλά υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι κάποια από αυτές έχει κατανοήσει τη σημαντικότητα των πράξεων τους και τις υποχρεωτικές θυσίες που κάνεις όταν γίνεσαι μητέρα. Ακόμα χειρότερα, καμία από αυτές δεν είναι έτοιμη ή ικανή να μεγαλώσει ένα παιδί. Φαίνονται ευτυχείς να πίνουν, να καπνίζουν, ακόμα και να οδηγούν χωρίς άδεια ενώ είναι έγκυες.
Μια πλήρης ανάλυση των κοινωνικών επιρροών και του χάσματος των γενεών παρεμποδίζεται από την υπερβολικά επιφανειακή και στυλιζαρισμένη αισθητική της ταινίας. Οι σπάνιες στιγμές της απομόνωσης και περισυλλογής των κοριτσιών ρίχνουν μια βιαστική ματιά στη λύπη τους και τις περιορισμένες δυνατότητες του κάθε ατόμου, αλλά γρήγορα χάνονται μέσα στις διδακτικές από ένα σημείο και μετά ιδιότητες της ταινίας. Η σκηνοθεσία των αδελφών Coulin επίσης δεν βοηθά, αφού η απόφαση τους να χρησιμοποιήσουν ένα πνιγηρά αργό ρυθμό ,τελικά (και σταθερά) καταργεί τις όποιες θετικές ιδιότητες της ταινίας. Η ταινία, η οποία μένει από δυνάμεις σχεδόν αμέσως, είναι κατά συνέπεια διαποτισμένη με μια ολόκληρη σειρά από χρονοβόρα στοιχεία, στην προσπάθεια των αδελφών Coulin να μεγαλώσουν τη διάρκεια της, πηγαίνοντας ολοφάνερα από τη μία περιττή σκηνή στην άλλη. Η συνεχιζόμενη, διάχυτη έμφαση στις συζητήσεις και τις διαμάχες των κεντρικών χαρακτήρων, δε, καταντά κουραστική κι επίπονη από πολύ νωρίς.
Παρόλο, λοιπόν, που η ταινία διαθέτει μια ομολογουμένως πιστευτή και νατουραλιστική αίσθηση, τελικά γίνεται σαφές ότι παρά το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα της, οι συντελεστές της δεν εκμεταλλευτήκαν πλήρως τις δυνατότητες του και τις σπατάλησαν αφού η προτίμηση τους να φτιάξουν κάτι μοντέρνο παραβλέποντας την ουσία, κάνει την ταινία άλλη μια εύκολα παρακολουθήσιμη, αλλά επιφανειακή εμπειρία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου