Η γνωστή Γαλλίδα ηθοποιός Sylvie Testud πραγματοποιεί το ντεμπούτο της πίσω από την κάμερα με το «Η Ζωή μιας Άλλης», ένα αφηγηματικά ασταθή ρομαντικό-κωμικό δράμα που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Frederique Deghelt. Η υπόθεση αφορά μια γυναίκα, τη Marie (Juliette Binoche), η οποία μετά από μια νύχτα πάθους με τον Paul Speranski (Kassovitz), ξυπνά 15 χρόνια αργότερα σε ένα άγνωστο περιβάλλον για εκείνη, παντρεμένη με τον Paul και στα πρόθυρα του διαζυγίου. Αυτή η δυνητικά ενδιαφέρουσα ιδέα δεν αξιοποιείται πλήρως και καταλήγει να είναι μια, ως επί το πλείστον, άρρυθμη ελαφριά κωμωδία με κάποιες στιγμές άστοχου δράματος.
Από νωρίς, το σενάριο της ταινίας δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει την ιδέα της ιστορίας και απλά τη χρησιμοποιεί ως σημείο εκκίνησης για ορισμένες ελαφρά χιουμοριστικές σκηνές, στις οποίες η Marie αντιλαμβάνεται τα νέα δεδομένα του κόσμου στον οποίο ξύπνησε: το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καπνίζουμε σε κλειστούς χώρους, ότι ένας έγχρωμος είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, τον θάνατο του Michael Jackson κι άλλα τέτοια. Δυστυχώς το φιλμ δεν κατορθώνει ποτέ να επωφεληθεί από το πώς μια ταινία μπορεί να κάνει τις πιο απίθανες καταστάσεις να μοιάζουν σαν πραγματικότητα και έτσι το κωμικό στοιχειό δεν είναι πάντα επιτυχημένο. Και, κάπως παραδόξως, ποτέ δεν χρησιμεύει για την ανάπτυξη των χαρακτήρων ή για να προχωρήσει η ιστορία. Με αυτά τα δεδομένα, μόλις αυτό το αρχικό, εύκολο χιούμορ τελειώσει και δώσει τη σκυτάλη στο δραματικό μέρος του έργου, η ιστορία παραμένει σταθερή.
Αυτό συμβαίνει γιατί το σενάριο εστιάζει μεν στην πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της δομής της ιστορίας, στο γεγονός ότι μπορεί να βάλει τη γέννηση και τον θάνατο του έρωτα ενός ζευγαριού δίπλα-δίπλα, αλλά το κάνει με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς και με υπερβολικά άχαρο τρόπο. Στην ουσία, το έργο χρησιμοποιεί ένα ανεξήγητο φαινόμενο προκειμένου να ρίξει τη Marie σε μια κρίση μέσης ηλικίας, όπου τα πάντα για τα οποία έχει κουραστεί ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι είναι κάλπικα κι άνευ αξίας, και η ταινία τα καταφέρνει περίφημα όταν δείχνει πώς οι αξίες μας αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, ειδικά όταν τα χρήματα μπαίνουν στη μέση. Δεν υπάρχει, όμως, καμία ψυχολογική διορατικότητα στους χαρακτήρες και δεδομένου ότι το κοινό είναι το ίδιο ανίδεο για τα χρόνια που μεσολάβησαν, όπως και η Marie, η αλλαγή στο χαρακτήρα της παραμένει κάτι αόρατο, γεγονός που καθιστά δύσκολο να κατανοήσουμε τους λόγους που ο Paul ζητά διαζύγιο από την, τώρα νεανική και γοητευτική, γυναίκα του. Με πολλά ερωτήματα αναπάντητα και παραλείποντας να παρέχει το είδος της πραγματικότητας που θα έδινε μια έννοια στην πλοκή, το έργο της Testud καταλήγει να σου είναι αδιάφορο και κάπως κουραστικό.
Με ένα υπερβολικά μεγάλο συναισθηματικό βάρος να πέφτει πάνω στους ηθοποιούς, οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών δεν καταφέρνουν να σε τραβήξουν. Η Binoche, μια από τις καλύτερες Γαλλίδες ηθοποιούς, αναλώνεται σε θεατρινισμούς και μόνο στην πιο δραματική ανύπαρκτη τρίτη πράξη του έργου, σου θυμίζει κάπως το μεγαλείο της. Από την άλλη, ο Kassovitz περνάει σχεδόν απαρατήρητος σε έναν απλό αλλά και υπερβολικά ήπια παιγμένο ρόλο.
Στην τελική, το «Η Ζωή μιας Άλλης» προσπαθεί να θέσει κάποιες επίκαιρες και προκλητικές ερωτήσεις χωρίς να τα καταφέρνει επιτυχώς και δυστυχώς για εμάς, παραμένει ως μια ακόμα ταινία με θέμα την αμνησία. Η ίδια όπως ήταν πάντα.
Από νωρίς, το σενάριο της ταινίας δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει την ιδέα της ιστορίας και απλά τη χρησιμοποιεί ως σημείο εκκίνησης για ορισμένες ελαφρά χιουμοριστικές σκηνές, στις οποίες η Marie αντιλαμβάνεται τα νέα δεδομένα του κόσμου στον οποίο ξύπνησε: το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καπνίζουμε σε κλειστούς χώρους, ότι ένας έγχρωμος είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, τον θάνατο του Michael Jackson κι άλλα τέτοια. Δυστυχώς το φιλμ δεν κατορθώνει ποτέ να επωφεληθεί από το πώς μια ταινία μπορεί να κάνει τις πιο απίθανες καταστάσεις να μοιάζουν σαν πραγματικότητα και έτσι το κωμικό στοιχειό δεν είναι πάντα επιτυχημένο. Και, κάπως παραδόξως, ποτέ δεν χρησιμεύει για την ανάπτυξη των χαρακτήρων ή για να προχωρήσει η ιστορία. Με αυτά τα δεδομένα, μόλις αυτό το αρχικό, εύκολο χιούμορ τελειώσει και δώσει τη σκυτάλη στο δραματικό μέρος του έργου, η ιστορία παραμένει σταθερή.
Αυτό συμβαίνει γιατί το σενάριο εστιάζει μεν στην πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της δομής της ιστορίας, στο γεγονός ότι μπορεί να βάλει τη γέννηση και τον θάνατο του έρωτα ενός ζευγαριού δίπλα-δίπλα, αλλά το κάνει με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς και με υπερβολικά άχαρο τρόπο. Στην ουσία, το έργο χρησιμοποιεί ένα ανεξήγητο φαινόμενο προκειμένου να ρίξει τη Marie σε μια κρίση μέσης ηλικίας, όπου τα πάντα για τα οποία έχει κουραστεί ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι είναι κάλπικα κι άνευ αξίας, και η ταινία τα καταφέρνει περίφημα όταν δείχνει πώς οι αξίες μας αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, ειδικά όταν τα χρήματα μπαίνουν στη μέση. Δεν υπάρχει, όμως, καμία ψυχολογική διορατικότητα στους χαρακτήρες και δεδομένου ότι το κοινό είναι το ίδιο ανίδεο για τα χρόνια που μεσολάβησαν, όπως και η Marie, η αλλαγή στο χαρακτήρα της παραμένει κάτι αόρατο, γεγονός που καθιστά δύσκολο να κατανοήσουμε τους λόγους που ο Paul ζητά διαζύγιο από την, τώρα νεανική και γοητευτική, γυναίκα του. Με πολλά ερωτήματα αναπάντητα και παραλείποντας να παρέχει το είδος της πραγματικότητας που θα έδινε μια έννοια στην πλοκή, το έργο της Testud καταλήγει να σου είναι αδιάφορο και κάπως κουραστικό.
Με ένα υπερβολικά μεγάλο συναισθηματικό βάρος να πέφτει πάνω στους ηθοποιούς, οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών δεν καταφέρνουν να σε τραβήξουν. Η Binoche, μια από τις καλύτερες Γαλλίδες ηθοποιούς, αναλώνεται σε θεατρινισμούς και μόνο στην πιο δραματική ανύπαρκτη τρίτη πράξη του έργου, σου θυμίζει κάπως το μεγαλείο της. Από την άλλη, ο Kassovitz περνάει σχεδόν απαρατήρητος σε έναν απλό αλλά και υπερβολικά ήπια παιγμένο ρόλο.
Στην τελική, το «Η Ζωή μιας Άλλης» προσπαθεί να θέσει κάποιες επίκαιρες και προκλητικές ερωτήσεις χωρίς να τα καταφέρνει επιτυχώς και δυστυχώς για εμάς, παραμένει ως μια ακόμα ταινία με θέμα την αμνησία. Η ίδια όπως ήταν πάντα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου