Ερωτηματικά για το κύρος και τη σημασία των «επτά υπέροχων» του Αντουάν Φουκουά, ένα κάτι σαν ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του Τζον Στάρτζες (1960), που κι εκείνη με τη σειρά της ήταν εμπνευσμένη από το σενάριο της ταινίας του Ακίρα Κουροσάβα «Οι Επτά Σαμουράι», γεννιούνται στους θεατές καθώς παρακολουθούν τούτο εδώ το τετριμμένο έργο να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Με τις αρχικές ενδιαφέρουσες στιγμές που δίνουν την αίσθηση ότι το φιλμ θα υπερασπίσει την ίδια του την ύπαρξη να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια σταγόνα στον ωκεανό, το έργο του Φουκουά δεν κάνει τίποτε παραπάνω απ` όσα έχουμε δει δισεκατομμύρια φορές στο παρελθόν.
Διαθέτοντας μια στάσιμη πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται πραγματικά να έχει κάτι να πει αλλά να διασκεδάσει, το σενάριο των Ρίτσαρντ Γουένκ και Νικ Πιτζολάτο ακολουθεί πιστά τις ιστορίες των δοκιμασίων του αουτσάιντερ. Με ολόκληρη την ταινία να περιστρέφεται γύρω από αυτή την ιδέα, τίποτα δεν είναι αξέχαστα εφευρετικό και όλα τα κλισέ δηλώνουν παρόν, κάνοντας μας να μιλάμε για μια Άγρια Δύση στο πιο εύπεπτο της. Τα καλά νέα είναι ότι, με έναν τόσο εστιασμένο στόχο, ο 50χρονος σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία που δεν είναι ποτέ βαρετή. Για την ακρίβεια, καταφέρνει διεξοδικά να ρέπει λίγο προς το camp, γεμίζοντας την ταινία του με αρκετό χρόνο για πιστολίδι, αντιπαραθέσεις, γραφικούς χαρακτήρες και τόνους κωμικής ανακούφισης από τον Κρις Πρατ.
Ωστόσο, αυτό που τελικά σου μένει είναι ένα σενάριο τόσο κοινό και προσκολλημένο στην παραδοσιοκρατία με τρόπο εντελώς επιζήμιο. Υπερβολικά πολλά «γιατί» μένουν αναπάντητα, καθώς ο Φουκουά μοιάζει φρακαρισμένος σε μια ασυνέπεια ως προς το ύφος της ταινίας και το στυλ αφήγησης. Με την αυθεντικότητα επίσης να αποτελεί πρόβλημα, καθώς, σε μια προσπάθεια να μην ξενίσει το νεανικό κοινό, οι διάλογοι και τα κοστούμια είναι πάρα πολύ σύγχρονα σε σχέση με το πού και πότε εξελίσσεται η ιστορία, είναι λες και το «Και οι 7 Ήταν Υπέροχοι» δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να είναι ένα ρεαλιστικό, σύγχρονο γουέστερν ή αν θέλει να είναι μια, όχι και τόσο, σοβαρή ταινία δράσης.
Συμπερασματικά, όσο cool κι αν θέλουν να είναι οι συντελεστές, η έλλειψη πρωτοτυπίας και το αναμάσημα ιδεών, σε συνδυασμό με ένα είδος που γενικά δεν αρέσει, μετατρέπουν το τελικό αποτέλεσμα σε κάτι το άκρως ψυχαγωγικό μεν, αλλά άχαρο και λησμονήσιμο δε.
Διαθέτοντας μια στάσιμη πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται πραγματικά να έχει κάτι να πει αλλά να διασκεδάσει, το σενάριο των Ρίτσαρντ Γουένκ και Νικ Πιτζολάτο ακολουθεί πιστά τις ιστορίες των δοκιμασίων του αουτσάιντερ. Με ολόκληρη την ταινία να περιστρέφεται γύρω από αυτή την ιδέα, τίποτα δεν είναι αξέχαστα εφευρετικό και όλα τα κλισέ δηλώνουν παρόν, κάνοντας μας να μιλάμε για μια Άγρια Δύση στο πιο εύπεπτο της. Τα καλά νέα είναι ότι, με έναν τόσο εστιασμένο στόχο, ο 50χρονος σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία που δεν είναι ποτέ βαρετή. Για την ακρίβεια, καταφέρνει διεξοδικά να ρέπει λίγο προς το camp, γεμίζοντας την ταινία του με αρκετό χρόνο για πιστολίδι, αντιπαραθέσεις, γραφικούς χαρακτήρες και τόνους κωμικής ανακούφισης από τον Κρις Πρατ.
Ωστόσο, αυτό που τελικά σου μένει είναι ένα σενάριο τόσο κοινό και προσκολλημένο στην παραδοσιοκρατία με τρόπο εντελώς επιζήμιο. Υπερβολικά πολλά «γιατί» μένουν αναπάντητα, καθώς ο Φουκουά μοιάζει φρακαρισμένος σε μια ασυνέπεια ως προς το ύφος της ταινίας και το στυλ αφήγησης. Με την αυθεντικότητα επίσης να αποτελεί πρόβλημα, καθώς, σε μια προσπάθεια να μην ξενίσει το νεανικό κοινό, οι διάλογοι και τα κοστούμια είναι πάρα πολύ σύγχρονα σε σχέση με το πού και πότε εξελίσσεται η ιστορία, είναι λες και το «Και οι 7 Ήταν Υπέροχοι» δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να είναι ένα ρεαλιστικό, σύγχρονο γουέστερν ή αν θέλει να είναι μια, όχι και τόσο, σοβαρή ταινία δράσης.
Συμπερασματικά, όσο cool κι αν θέλουν να είναι οι συντελεστές, η έλλειψη πρωτοτυπίας και το αναμάσημα ιδεών, σε συνδυασμό με ένα είδος που γενικά δεν αρέσει, μετατρέπουν το τελικό αποτέλεσμα σε κάτι το άκρως ψυχαγωγικό μεν, αλλά άχαρο και λησμονήσιμο δε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου