Αλλάζοντας εντελώς ύφος σε σχέση με τον κυνισμό που είχε επιδείξει στο «Ανθρώπινο Κεφάλαιο», ο Πάολο Βίρτζι επιλέγει για την νέα του ταινία το είδος της δραματικής κωμωδίας. Η «Τρελή Χαρά», που παρουσιάστηκε στο φετινό Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες, αφηγείται της ιστορία μιας τυχαίας συνάντησης από την οποία θα προκύψει μια ισχυρά συμπονετική σχέση ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες, την εγωκεντρική Μπεατρίς και τη λιγομίλητη Ντονατέλα, που όμως μοιράζονται την ίδια βαθιά ανησυχία καθώς προσπαθούν να κλείσουν λογαριασμούς με το παρελθόν.
Η πλοκή του έργου, παρουσιασμένη μέσα από μια συμπαγή σκηνοθεσία, καταφέρνει στο τέλος να σε κερδίσει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι στην πορεία δεν υπάρχουν κάποιες αδυναμίες. Αυτές υπάρχουν διότι το σενάριο είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο που, κυρίως στο μεσαίο μέρος του, φλερτάρει επικίνδυνα με τη στατικότητα, καθώς οι πρωταγωνίστριες έρχονται αντιμέτωπες με κάθε είδους δυσκολίες και εμπόδια, το ένα μετά το άλλο. Επιπρόσθετα, κάθε αναποδιά σου δημιουργεί πάντα τον φόβο ότι η ταινία θα φτάσει σε εκείνο το κρίσιμο σημείο όπου η κωμωδία θα μετατραπεί σε ανία. Ευτυχώς, όμως, ο Βίρτζι, χάρη στο στυλ που αποφασίζει να έχει η ταινία του, σου δημιουργεί την αίσθηση ότι ακολουθεί τις αυταπάτες ενός άρρωστου δίνοντας τους την ευκαιρία να «ζήσουν» χωρίς ποτέ να είναι εκτός θέματος.
Διαθέτοντας έναν ονειρικό σχεδόν παραμυθένιο τόνο και μια απλοϊκότητα χωρίς το πρόσχημα ότι θέλει να πει κάτι βαρύγδουπο ή να καταγγείλει τα κακώς κείμενα, ο 52χρονος σκηνοθέτης καταφέρνει και δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το εγώ της κάθε πρωταγωνίστριας προκύπτει από ενέργειες της άλλης. Η οιστριονική προσωπικότητα και η συνεχής φλυαρία της μίας είναι συνέχεια της σιωπής και της λακωνικότητας της άλλης. Και αυτή η συμπληρωματικότητα είναι το κλειδί για τη θεραπεία των ασθενειών τους, και ίσως για την ευτυχία. Με αυτό τον τρόπο, το κοινωνικό στίγμα που περιβάλλει τους ασθενείς ενός ψυχιατρείου αντιστρέφεται και αντί για κριτική γίνεται μια δικαιολογία για να χαμογελάσουμε ακόμα και με την ελαφρότητα που εκτείνεται στις πιο οδυνηρές στιγμές.
Με τη σειρά τους οι υπέροχες γεμάτες συναισθηματική δύναμη ερμηνείες της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι και της Μικαέλα Ραματσότι επιτυγχάνουν κι αυτές να αντισταθμίσουν την όποια μικρή ανεπάρκεια στο αφηγηματικό ύφος παρέχοντας στους θεατές όχι έναν αλλά δύο χαρακτήρες για να νοιαστούν. Όλοι μαζί πλάθουν μια ουσιώδη, πλήρη και όμορφη ταινία που μας κάνει να θυμηθούμε ότι ο λόγος που πας σινεμά δεν είναι κανένας άλλος πάρα μόνο να βυθιστείς σε μια καρέκλα και να παραδοθείς στα πιο απλά συναισθήματα.
Η πλοκή του έργου, παρουσιασμένη μέσα από μια συμπαγή σκηνοθεσία, καταφέρνει στο τέλος να σε κερδίσει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι στην πορεία δεν υπάρχουν κάποιες αδυναμίες. Αυτές υπάρχουν διότι το σενάριο είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο που, κυρίως στο μεσαίο μέρος του, φλερτάρει επικίνδυνα με τη στατικότητα, καθώς οι πρωταγωνίστριες έρχονται αντιμέτωπες με κάθε είδους δυσκολίες και εμπόδια, το ένα μετά το άλλο. Επιπρόσθετα, κάθε αναποδιά σου δημιουργεί πάντα τον φόβο ότι η ταινία θα φτάσει σε εκείνο το κρίσιμο σημείο όπου η κωμωδία θα μετατραπεί σε ανία. Ευτυχώς, όμως, ο Βίρτζι, χάρη στο στυλ που αποφασίζει να έχει η ταινία του, σου δημιουργεί την αίσθηση ότι ακολουθεί τις αυταπάτες ενός άρρωστου δίνοντας τους την ευκαιρία να «ζήσουν» χωρίς ποτέ να είναι εκτός θέματος.
Διαθέτοντας έναν ονειρικό σχεδόν παραμυθένιο τόνο και μια απλοϊκότητα χωρίς το πρόσχημα ότι θέλει να πει κάτι βαρύγδουπο ή να καταγγείλει τα κακώς κείμενα, ο 52χρονος σκηνοθέτης καταφέρνει και δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το εγώ της κάθε πρωταγωνίστριας προκύπτει από ενέργειες της άλλης. Η οιστριονική προσωπικότητα και η συνεχής φλυαρία της μίας είναι συνέχεια της σιωπής και της λακωνικότητας της άλλης. Και αυτή η συμπληρωματικότητα είναι το κλειδί για τη θεραπεία των ασθενειών τους, και ίσως για την ευτυχία. Με αυτό τον τρόπο, το κοινωνικό στίγμα που περιβάλλει τους ασθενείς ενός ψυχιατρείου αντιστρέφεται και αντί για κριτική γίνεται μια δικαιολογία για να χαμογελάσουμε ακόμα και με την ελαφρότητα που εκτείνεται στις πιο οδυνηρές στιγμές.
Με τη σειρά τους οι υπέροχες γεμάτες συναισθηματική δύναμη ερμηνείες της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι και της Μικαέλα Ραματσότι επιτυγχάνουν κι αυτές να αντισταθμίσουν την όποια μικρή ανεπάρκεια στο αφηγηματικό ύφος παρέχοντας στους θεατές όχι έναν αλλά δύο χαρακτήρες για να νοιαστούν. Όλοι μαζί πλάθουν μια ουσιώδη, πλήρη και όμορφη ταινία που μας κάνει να θυμηθούμε ότι ο λόγος που πας σινεμά δεν είναι κανένας άλλος πάρα μόνο να βυθιστείς σε μια καρέκλα και να παραδοθείς στα πιο απλά συναισθήματα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου