Δύο χρόνια από την πρώτη άσκοπη επανεκκίνηση της ιστορίας του Spider-Man, η ακόμα πιο άσκοπη συνέχεια έφτασε. Μόνο που μέχρι να φτάσει στους κινηματογράφους, τα ματάκια μας είδαν όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις καλές και πνευματώδεις ταινίες με υπερήρωες («Iron Man 3», «Thor 2: Σκοτεινός Κόσμος» και «Captain America 2: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα»), κάτι που σημαίνει ότι πέρα από την αναπόφευκτη σύγκριση με τα παλαιότερα Spider-Man, το «The Amazing Spider-Man 2» πλήττεται σε μεγάλο βαθμό κι από τη σύγκριση με αυτές. Μοιάζοντας σαν μια ταινία βγαλμένη από μια εποχή όπου οι ταινίες βασισμένες σε κόμικς ήταν για να περνάς την ώρα σου τα μεσημέρια του Σαββάτου και χιλιόμετρα μακριά από τα έξυπνα, γεμάτα δράση, δράματα επιστημονικής φαντασίας που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σήμερα, το όλο εγχείρημα. για άλλη μια φορά, δεν είναι και τόσο «amazing».
Με την επιείκεια μου να έχει εξαντληθεί στην «τρία στα πέντε» βαθμολογία της πρώτης ταινίας, εδώ είναι ξεκάθαρο και πού πάει το πράγμα και με τι ποιότητας προϊόν έχουμε να κάνουμε. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να κάνεις μια ταινία απλά για να περνάει η ώρα, εφόσον βέβαια η ώρα που θέλεις να «κάψεις» αγγίζει τα 136 λεπτά. Με τον Marc Webb να βρίσκεται ξανά στη σκηνοθετική καρέκλα και με τη βοήθεια των πολλών (πάρα πολλών θα έλεγα γι` αυτό το αποτέλεσμα) σεναριογράφων, είναι σαφές ότι το έργο θέλουν, από το πρώτο κιόλας λεπτό, να αντιμετωπιστεί από κοινό και κριτικούς, τουλάχιστον εν μέρει, ως ένα σοβαρά δράμα. Συνεπώς, αποφάσισαν γύρω από την καρτουνίστικη δράση που κυριαρχεί στο φιλμ να στριμώξουν και το μυστήριο της μοίρας των γονέων του Peter Parker ή αλλιώς Spider-Man. Δυστυχώς, όμως, δεν τους βγαίνει καθόλου.
Και αυτό γιατί είναι αρκετά δύσκολο να αγνοήσει κάνεις πόσο σε αντίθεση είναι αυτές οι λίγες δραματικές στιγμές σε σχέση με το τι συμβαίνει γύρω τους: είναι σαν να έχουν εισαχθεί από άλλη ταινία. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να αδιαφορήσει κανείς για τις γελοιότητες που παρακολουθείς να συμβαίνουν μεταξύ του Spider-Man και των καρικατουρίστικων κακών. Μα είναι δυνατόν να βλέπουμε, σε τέτοιου επιπέδου ταινία, τον υπερήρωα, αφού νικά έναν κακό, να του τραβάει κάτω το παντελόνι για να αποκαλύψει ένα «αστείο» μποξεράκι; Για να μην αναφερθώ στην, ξεχασμένη από του σενάριο, φίλη του Spider-Man, Gwen Stacy (Emma Stone), που μόνη της δουλειά είναι να στέκεται και να περιφέρεται με την πανέμορφη γκαρνταρόμπα της για την ευχαρίστηση του Peter, αλλά και του αρσενικού κοινού φυσικά. Βέβαια, για να μην είμαι άδικος, σε κάποιες στιγμές της έρχονται και μια-δυο αναλαμπές και πετάει κάποιες ιδέες που και τον Spider-Man βοηθούν, αλλά κι εξελίσσουν την, με καμία συνοχή, πλοκή του έργου. Κι όλα αυτά είναι ένα δείγμα μόνο από τον αχταρμά που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια σου.
Δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που να σε κάνει να ενθουσιαστείς με αυτήν την ταινία. Ίσως (και γι` αυτό το «ενάμιση στα πέντε») οι ηθοποιοί και το love-story μεταξύ των πρωταγωνιστών. Το δεύτερο λειτουργεί χάρη στους ηθοποιούς και, όπως και στο «The Amazing Spider-Man», οι περισσότεροι είναι πολύ καλοί. Ο Garfield είναι από εκείνους τους ηθοποιούς οπού όλα φαίνονται στο πρόσωπο του όλη την ώρα. Πραγματικά πολύ καλός. Από την άλλη, η Emma Stone κάνει για ακόμα μια φορά ό,τι καλύτερο μπορεί με τον μέτρια γραμμένο ρόλο που έχει. Η Sally Field είναι, φυσικά, μια κινηματογραφική θεά. Ο Jamie Foxx δεν παίζει στην ταινία γιατί είναι ολόκληρος φτιαγμένος από CGI, άρα δεν έχουμε να του προσάψουμε τίποτα. Ο Paul Giamatti είναι χάλια, τελεία. Και δυστυχώς, ο Dane DeHaan δεν ξέρω αν θα μπορέσει να πετάξει από πάνω του τη χαζή εικόνα που έχει εδώ. Μέτριος και δεν το περίμενα.
Μιλάμε λοιπόν για ένα είδος ταινίας, στην οποία ένας τρελός επιστήμονας φοράει πραγματικό κραγιόν και eyeliner. Στην ίδια ταινία και οι δύο σούπερ κακοί γίνονται από φίλοι του Spider-Man εχθροί του και είναι κακοί γιατί απλώς είναι κακοί. Μα το χειρότερο όλων είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία στην οποία ούτε ο ίδιος ο ήρωας ούτε η ιστορία έχει αμφιβολίες για το ποιος θα υπερισχύει. Τέτοιου είδους, λοιπόν, απλοϊκές ιστορίες του καλού και του κακού μπορεί να ικανοποιήσουν τα μικρά παιδιά, αλλά όσοι από εμάς περιμένουμε περισσότερα από τους μεταλλαγμένους και τους μασκοφόρους μας, δεν ικανοποιηθήκαμε ούτε μία στιγμή.
Με την επιείκεια μου να έχει εξαντληθεί στην «τρία στα πέντε» βαθμολογία της πρώτης ταινίας, εδώ είναι ξεκάθαρο και πού πάει το πράγμα και με τι ποιότητας προϊόν έχουμε να κάνουμε. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να κάνεις μια ταινία απλά για να περνάει η ώρα, εφόσον βέβαια η ώρα που θέλεις να «κάψεις» αγγίζει τα 136 λεπτά. Με τον Marc Webb να βρίσκεται ξανά στη σκηνοθετική καρέκλα και με τη βοήθεια των πολλών (πάρα πολλών θα έλεγα γι` αυτό το αποτέλεσμα) σεναριογράφων, είναι σαφές ότι το έργο θέλουν, από το πρώτο κιόλας λεπτό, να αντιμετωπιστεί από κοινό και κριτικούς, τουλάχιστον εν μέρει, ως ένα σοβαρά δράμα. Συνεπώς, αποφάσισαν γύρω από την καρτουνίστικη δράση που κυριαρχεί στο φιλμ να στριμώξουν και το μυστήριο της μοίρας των γονέων του Peter Parker ή αλλιώς Spider-Man. Δυστυχώς, όμως, δεν τους βγαίνει καθόλου.
Και αυτό γιατί είναι αρκετά δύσκολο να αγνοήσει κάνεις πόσο σε αντίθεση είναι αυτές οι λίγες δραματικές στιγμές σε σχέση με το τι συμβαίνει γύρω τους: είναι σαν να έχουν εισαχθεί από άλλη ταινία. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να αδιαφορήσει κανείς για τις γελοιότητες που παρακολουθείς να συμβαίνουν μεταξύ του Spider-Man και των καρικατουρίστικων κακών. Μα είναι δυνατόν να βλέπουμε, σε τέτοιου επιπέδου ταινία, τον υπερήρωα, αφού νικά έναν κακό, να του τραβάει κάτω το παντελόνι για να αποκαλύψει ένα «αστείο» μποξεράκι; Για να μην αναφερθώ στην, ξεχασμένη από του σενάριο, φίλη του Spider-Man, Gwen Stacy (Emma Stone), που μόνη της δουλειά είναι να στέκεται και να περιφέρεται με την πανέμορφη γκαρνταρόμπα της για την ευχαρίστηση του Peter, αλλά και του αρσενικού κοινού φυσικά. Βέβαια, για να μην είμαι άδικος, σε κάποιες στιγμές της έρχονται και μια-δυο αναλαμπές και πετάει κάποιες ιδέες που και τον Spider-Man βοηθούν, αλλά κι εξελίσσουν την, με καμία συνοχή, πλοκή του έργου. Κι όλα αυτά είναι ένα δείγμα μόνο από τον αχταρμά που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια σου.
Δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που να σε κάνει να ενθουσιαστείς με αυτήν την ταινία. Ίσως (και γι` αυτό το «ενάμιση στα πέντε») οι ηθοποιοί και το love-story μεταξύ των πρωταγωνιστών. Το δεύτερο λειτουργεί χάρη στους ηθοποιούς και, όπως και στο «The Amazing Spider-Man», οι περισσότεροι είναι πολύ καλοί. Ο Garfield είναι από εκείνους τους ηθοποιούς οπού όλα φαίνονται στο πρόσωπο του όλη την ώρα. Πραγματικά πολύ καλός. Από την άλλη, η Emma Stone κάνει για ακόμα μια φορά ό,τι καλύτερο μπορεί με τον μέτρια γραμμένο ρόλο που έχει. Η Sally Field είναι, φυσικά, μια κινηματογραφική θεά. Ο Jamie Foxx δεν παίζει στην ταινία γιατί είναι ολόκληρος φτιαγμένος από CGI, άρα δεν έχουμε να του προσάψουμε τίποτα. Ο Paul Giamatti είναι χάλια, τελεία. Και δυστυχώς, ο Dane DeHaan δεν ξέρω αν θα μπορέσει να πετάξει από πάνω του τη χαζή εικόνα που έχει εδώ. Μέτριος και δεν το περίμενα.
Μιλάμε λοιπόν για ένα είδος ταινίας, στην οποία ένας τρελός επιστήμονας φοράει πραγματικό κραγιόν και eyeliner. Στην ίδια ταινία και οι δύο σούπερ κακοί γίνονται από φίλοι του Spider-Man εχθροί του και είναι κακοί γιατί απλώς είναι κακοί. Μα το χειρότερο όλων είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία στην οποία ούτε ο ίδιος ο ήρωας ούτε η ιστορία έχει αμφιβολίες για το ποιος θα υπερισχύει. Τέτοιου είδους, λοιπόν, απλοϊκές ιστορίες του καλού και του κακού μπορεί να ικανοποιήσουν τα μικρά παιδιά, αλλά όσοι από εμάς περιμένουμε περισσότερα από τους μεταλλαγμένους και τους μασκοφόρους μας, δεν ικανοποιηθήκαμε ούτε μία στιγμή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου