Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα οπαδός του Star Trek. Μετά τη θέαση των δυο πρώτων ταινιών του reboot της σειράς, αποφάσισα να ασχοληθώ και να ψάξω λίγο για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό αλλά και τηλεοπτικό συμπάν. Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το πώς ο κόσμος του Star Trek καταπιάνεται με ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας, μέσω της ακραίας μεταφοράς των εξωγήινων πολιτισμών. Και πώς αυτό συνδυάζεται με το γεγονός της δράσης και της προσπάθειας των ηρώων να ξεφύγουν ή να νικήσουν τους τους εχθρούς μέσα από έξυπνες λύσεις.
Με αυτό στον νου, πηγαίνοντας να παρακολουθήσω την ταινία γνώριζα ότι επρόκειτο για μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο σκηνοθέτης των δυο εξαιρετικών προηγούμενων J.J. Abrams άφησε τη σκηνοθετική καρέκλα προκειμένου να δώσει ζωή σε έναν άλλο γαλαξία. Αυτό οδήγησε την Paramount Pictures στο να ψάξει να βρει έναν νέο μαέστρο στο σκηνοθετικό τιμόνι του franchise και για κάποιον λόγο κατέληξαν στον Justin Lin, δημιουργώντας μακράν την πιο αδύναμη ταινία της σειράς. Βασιζόμενος πλήρως στα δυνατά του σημεία, ο σκηνοθέτης των Fast & Furious 3, 4, 5 και 6 οδηγεί με τόλμη το όλο franchise σε μια νέα κατεύθυνση που δεν του ταιριάζει. Ξεχνώντας ότι σκηνοθετεί ένα θρυλικό έργο επιστημονικής φαντασίας, αποφασίζει να αφήσει πίσω του την πολυπλοκότητα των προηγούμενων και να δημιουργήσει μια ταινία δράσης υψηλών οκτανίων που δεν ενδιαφέρεται για κάτι άλλο, προσφέροντας έτσι από τα πρώτα κιόλας λεπτά ένα θορυβώδη και ακατάστατο θέαμα.
Στην αποτυχία του εγχειρήματος συμβάλλει και η συγγραφική ομάδα του «Star Trek Beyond», που αν και πέντε κατάφεραν να γράψουν κάτι τόσο άτονο. Ασχολούμενοι με την ανάπτυξη πολλών ανόμοιων θεμάτων, κατασκευάζουν μια ταινία συνονθύλευμα από σκηνές χωρίς συνοχή και χαρακτήρες, χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκολία εμπλοκής του θεατή με τα όσα διαδραματίζονται μπροστά του. Τα κενά στο επιστημονικό και φυσικό κομμάτι του έργου προκαλούν μειδίαμα, ο κακός του έργου είναι τόσο ελλιπέστατα γραμμένος που για τον θεατή δεν είναι τίποτα άλλο από κάποιον που θέλει να σκοτώσει ανθρώπους, ενώ αυτή η μανία της επεξήγησης τού τι γίνεται ξεπερνάει τα επιτρεπτά όρια. Το δε φινάλε που μετατρέπει την ταινία σε κάτι που μόνο από τον Michael Bay θα μπορούσαμε να δούμε, δεν το σχολιάζω.
Ερμηνευτικά και οπτικά δεν θεωρώ ότι υπάρχει νόημα σχολιασμού και κριτικής. Όπως όλες οι ταινίες τέτοιου μεγέθους, σίγουρα χορταίνεις από οπτικά εφέ και ήχο, παρακολουθώντας παράλληλα καλούς ηθοποιούς να υποδύονται αγαπημένους ήρωες αξιοπρεπέστατα. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία παρακολουθείται με άνεση, απλά όσο εύκολα τη βλέπεις άλλο τόσο θα την ξεχάσεις.
Με αυτό στον νου, πηγαίνοντας να παρακολουθήσω την ταινία γνώριζα ότι επρόκειτο για μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο σκηνοθέτης των δυο εξαιρετικών προηγούμενων J.J. Abrams άφησε τη σκηνοθετική καρέκλα προκειμένου να δώσει ζωή σε έναν άλλο γαλαξία. Αυτό οδήγησε την Paramount Pictures στο να ψάξει να βρει έναν νέο μαέστρο στο σκηνοθετικό τιμόνι του franchise και για κάποιον λόγο κατέληξαν στον Justin Lin, δημιουργώντας μακράν την πιο αδύναμη ταινία της σειράς. Βασιζόμενος πλήρως στα δυνατά του σημεία, ο σκηνοθέτης των Fast & Furious 3, 4, 5 και 6 οδηγεί με τόλμη το όλο franchise σε μια νέα κατεύθυνση που δεν του ταιριάζει. Ξεχνώντας ότι σκηνοθετεί ένα θρυλικό έργο επιστημονικής φαντασίας, αποφασίζει να αφήσει πίσω του την πολυπλοκότητα των προηγούμενων και να δημιουργήσει μια ταινία δράσης υψηλών οκτανίων που δεν ενδιαφέρεται για κάτι άλλο, προσφέροντας έτσι από τα πρώτα κιόλας λεπτά ένα θορυβώδη και ακατάστατο θέαμα.
Στην αποτυχία του εγχειρήματος συμβάλλει και η συγγραφική ομάδα του «Star Trek Beyond», που αν και πέντε κατάφεραν να γράψουν κάτι τόσο άτονο. Ασχολούμενοι με την ανάπτυξη πολλών ανόμοιων θεμάτων, κατασκευάζουν μια ταινία συνονθύλευμα από σκηνές χωρίς συνοχή και χαρακτήρες, χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκολία εμπλοκής του θεατή με τα όσα διαδραματίζονται μπροστά του. Τα κενά στο επιστημονικό και φυσικό κομμάτι του έργου προκαλούν μειδίαμα, ο κακός του έργου είναι τόσο ελλιπέστατα γραμμένος που για τον θεατή δεν είναι τίποτα άλλο από κάποιον που θέλει να σκοτώσει ανθρώπους, ενώ αυτή η μανία της επεξήγησης τού τι γίνεται ξεπερνάει τα επιτρεπτά όρια. Το δε φινάλε που μετατρέπει την ταινία σε κάτι που μόνο από τον Michael Bay θα μπορούσαμε να δούμε, δεν το σχολιάζω.
Ερμηνευτικά και οπτικά δεν θεωρώ ότι υπάρχει νόημα σχολιασμού και κριτικής. Όπως όλες οι ταινίες τέτοιου μεγέθους, σίγουρα χορταίνεις από οπτικά εφέ και ήχο, παρακολουθώντας παράλληλα καλούς ηθοποιούς να υποδύονται αγαπημένους ήρωες αξιοπρεπέστατα. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία παρακολουθείται με άνεση, απλά όσο εύκολα τη βλέπεις άλλο τόσο θα την ξεχάσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου