Το «Χαίρε, Καίσαρ!» αποτελεί τη δέκατη έβδομη ταινία των αδερφών Κοέν, δυο ιδιαίτερων φυσιογνωμιών του κινηματογραφικού κόσμου. Μέσα από ταινίες όπως τα «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» και «Fargo», έχουν καταφέρει να καθιερωθούν τόσο στη συνείδηση του κοινού, όσο και στις προσδοκίες των κριτικών, ως δυο από τους καλύτερους σκηνοθέτες και σεναριογράφους της εποχής μας. Δυστυχώς, όμως, το συγκεκριμένο φιλμ ίσως αποτελεί την πρώτη ουσιαστική αποτυχία στη φιλμογραφία τους.
Τρία χρόνια μετά το συγκινητικό «Inside Llewyn Davis», επιστρέφουν με μια καυστική κωμωδία, η οποία δείχνει τον θαυμασμό και την περιφρόνησή τους για το Χόλιγουντ, εμπνευσμένη από τα πραγματικά κατορθώματα της ζωής του αντιπρόεδρου της MGM, Έντι Μάνιξ. Από την ίδρυση της MGM μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Mannix πλήρωσε πολλά χρήματα για να καθαρίσει τη δημόσια εικόνα πολλών σταρ που ήταν επιρρεπείς σε σκάνδαλα, όπως Κλαρκ Γκέιμπλ, ο Σπένσερ Τρέισι και η Άβα Γκάρντνερ. Φτιαγμένο ως ένας φόρος τιμής και μια σάτιρα της εποχής, το έργο είναι μια νοσταλγική και διαβρωτική ματιά στις ταινίες του παρελθόντος. Παρόλο που μιλάμε για ένα καλογραμμένο σε γενικά πλαίσια φιλμ, πάρα το πικάντικο θέμα του, μοιάζει να μην ξέρει πού να εστιάσει κι εντέλει εκτροχιάζεται από το βασικό του θέμα. Διαθέτοντας έναν παντογνώστη και πανταχού παρών αφηγητή, η πλοκή υποτίθεται ότι περιγράφει την ιστορία ενός κοινού ανθρώπου. Αυτή η φωνή όμως είναι το μοναδικό τέχνασμα που διατηρεί ένα είδος συνάφειας και μια δομή. Μέχρι το τέλος της ταινίας, είναι δύσκολο να νοιάζεσαι είτε για τη φωνή ή για τον χαρακτήρα που παρουσιάζει.
Παραγεμισμένο με σκηνικά και κοστούμια που παραπέμπουν σε παλιό Χόλιγουντ, απλά και μόνο για εντυπωσιασμό, η κύρια πλοκή του έργου αλλά και οι παράλληλες ιστορίες είναι σαν μια συρραφή σκηνών και καταστάσεων που έχουν ενωθεί προκειμένου να συνθέσουν μια 106 λεπτών διάρκειας ταινία. Ως αποτέλεσμα, αφού δεν υπάρχει χρόνος να αναπτυχθούν, πολλοί από τους χαρακτήρες εμφανίζονται για να αρθρώσουν μερικές λέξεις και στη συνέχεια να περιπλανηθούν στο παρασκήνιο ή να εξαφανιστούν εντελώς -η ελάχιστη χρήση του χαρακτήρα που υποδύεται η Scarlett Johansson, για παράδειγμα, είναι ιδιαίτερα κραυγαλέα. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντάξει αν το απαιτούσε ο κεντρικός σεναριακός πυρήνας του έργου, αλλά δεν το κάνει. Ο χαρακτήρας του Μάνιξ δεν είναι από μόνος του βασικός, αφού σαν ρόλος συμμετέχει μόνο στις γελοιότητες των άλλων και ως εκ τούτου δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη.
Επιπρόσθετα, στην προσπάθεια τους να συνθέσουν την όποια πολυπλοκότητα του έργου μέσω του παραλογισμού και του ακραίου, τα αδέλφια Κοέν δυσχεραίνουν πολύ την κατάσταση κάνοντας πολλά περισσότερα από ό,τι χρειάζεται προκειμένου να κρατήσουν το κοινό τους. Μοιάζοντας να μην έχουν για πρώτη φορά πλήρη γνώση των κινηματογραφικών μέσων, το «Χαίρε, Καίσαρ!» μοιάζει να συγκρατείται από τη νοοτροπία της εποχής που περιγράφει, είτε πρόκειται για αποτυχημένα υπονοούμενα ή ατριμάριστο σεναριακό λίπος, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται λίγα μέσα στον χαμό που να αφορούν τον θεατή. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ρυθμός του έργου είναι αλλοπρόσαλλος (το έργο ξεκινά προσπαθώντας να είναι μια σοβαρή ταινία με φιλμ νουάρ ύφος, συνεχίζει με λίγο μιούζικαλ για να καταλήξει να προσπαθεί να είναι κωμωδία καταστάσεων), έχει σαν επακόλουθο η θέαση του έργου να καταντά μια άκρως βαρετή και κουραστική εμπειρία.
Όλα τα παραπάνω μάς κάνουν να μιλάμε για τους αδελφούς Κοέν στο πιο αδύναμο σημείο τους, ακόμα κι αν είναι ξεκάθαρο ότι προσπαθούν. Χρειαζόταν περισσότερη ξεκάθαρη ίντριγκα, περισσότερες ανατροπές και καλύτερη πλοκή. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν είναι συναρπαστικό αρκετά για να αξίζει ούτε το θαυμαστικό στον τίτλο του.
Τρία χρόνια μετά το συγκινητικό «Inside Llewyn Davis», επιστρέφουν με μια καυστική κωμωδία, η οποία δείχνει τον θαυμασμό και την περιφρόνησή τους για το Χόλιγουντ, εμπνευσμένη από τα πραγματικά κατορθώματα της ζωής του αντιπρόεδρου της MGM, Έντι Μάνιξ. Από την ίδρυση της MGM μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Mannix πλήρωσε πολλά χρήματα για να καθαρίσει τη δημόσια εικόνα πολλών σταρ που ήταν επιρρεπείς σε σκάνδαλα, όπως Κλαρκ Γκέιμπλ, ο Σπένσερ Τρέισι και η Άβα Γκάρντνερ. Φτιαγμένο ως ένας φόρος τιμής και μια σάτιρα της εποχής, το έργο είναι μια νοσταλγική και διαβρωτική ματιά στις ταινίες του παρελθόντος. Παρόλο που μιλάμε για ένα καλογραμμένο σε γενικά πλαίσια φιλμ, πάρα το πικάντικο θέμα του, μοιάζει να μην ξέρει πού να εστιάσει κι εντέλει εκτροχιάζεται από το βασικό του θέμα. Διαθέτοντας έναν παντογνώστη και πανταχού παρών αφηγητή, η πλοκή υποτίθεται ότι περιγράφει την ιστορία ενός κοινού ανθρώπου. Αυτή η φωνή όμως είναι το μοναδικό τέχνασμα που διατηρεί ένα είδος συνάφειας και μια δομή. Μέχρι το τέλος της ταινίας, είναι δύσκολο να νοιάζεσαι είτε για τη φωνή ή για τον χαρακτήρα που παρουσιάζει.
Παραγεμισμένο με σκηνικά και κοστούμια που παραπέμπουν σε παλιό Χόλιγουντ, απλά και μόνο για εντυπωσιασμό, η κύρια πλοκή του έργου αλλά και οι παράλληλες ιστορίες είναι σαν μια συρραφή σκηνών και καταστάσεων που έχουν ενωθεί προκειμένου να συνθέσουν μια 106 λεπτών διάρκειας ταινία. Ως αποτέλεσμα, αφού δεν υπάρχει χρόνος να αναπτυχθούν, πολλοί από τους χαρακτήρες εμφανίζονται για να αρθρώσουν μερικές λέξεις και στη συνέχεια να περιπλανηθούν στο παρασκήνιο ή να εξαφανιστούν εντελώς -η ελάχιστη χρήση του χαρακτήρα που υποδύεται η Scarlett Johansson, για παράδειγμα, είναι ιδιαίτερα κραυγαλέα. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντάξει αν το απαιτούσε ο κεντρικός σεναριακός πυρήνας του έργου, αλλά δεν το κάνει. Ο χαρακτήρας του Μάνιξ δεν είναι από μόνος του βασικός, αφού σαν ρόλος συμμετέχει μόνο στις γελοιότητες των άλλων και ως εκ τούτου δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη.
Επιπρόσθετα, στην προσπάθεια τους να συνθέσουν την όποια πολυπλοκότητα του έργου μέσω του παραλογισμού και του ακραίου, τα αδέλφια Κοέν δυσχεραίνουν πολύ την κατάσταση κάνοντας πολλά περισσότερα από ό,τι χρειάζεται προκειμένου να κρατήσουν το κοινό τους. Μοιάζοντας να μην έχουν για πρώτη φορά πλήρη γνώση των κινηματογραφικών μέσων, το «Χαίρε, Καίσαρ!» μοιάζει να συγκρατείται από τη νοοτροπία της εποχής που περιγράφει, είτε πρόκειται για αποτυχημένα υπονοούμενα ή ατριμάριστο σεναριακό λίπος, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται λίγα μέσα στον χαμό που να αφορούν τον θεατή. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ρυθμός του έργου είναι αλλοπρόσαλλος (το έργο ξεκινά προσπαθώντας να είναι μια σοβαρή ταινία με φιλμ νουάρ ύφος, συνεχίζει με λίγο μιούζικαλ για να καταλήξει να προσπαθεί να είναι κωμωδία καταστάσεων), έχει σαν επακόλουθο η θέαση του έργου να καταντά μια άκρως βαρετή και κουραστική εμπειρία.
Όλα τα παραπάνω μάς κάνουν να μιλάμε για τους αδελφούς Κοέν στο πιο αδύναμο σημείο τους, ακόμα κι αν είναι ξεκάθαρο ότι προσπαθούν. Χρειαζόταν περισσότερη ξεκάθαρη ίντριγκα, περισσότερες ανατροπές και καλύτερη πλοκή. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν είναι συναρπαστικό αρκετά για να αξίζει ούτε το θαυμαστικό στον τίτλο του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου