Δεκατρία χρόνια μετά την «Πολίτικη Κουζίνα», της δεύτερης πιο εμπορικής ταινίας της τελευταίας δεκαπενταετίας, ο Τάσος Μπουλμέτης επιστρέφει με μια ιστορία ενηλικίωσης με φόντο μια Ελλάδα που αλλάζει στα ταραχώδη χρόνια των 1960, 1970 και των 1980. Το ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση παρουσιάζεται με μια αλά «Φόρεστ Γκαμπ» ιστορία, δίνοντας την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα γράμμα αγάπης για τον κινηματογράφο σε στυλ «Σινεμά ο Παράδεισος».
Με πολύ χιούμορ και συγκίνηση, σκιαγραφεί την ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα μάτια ενός ονειροπόλου νέου, ο οποίος, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα και τις αρχικές του ανησυχίες, μέσα από τις ιστορίες και τους μύθους, προσπαθεί να διαχειριστεί τον κοινωνικό του περίγυρο, την οικογένειά του και το περιβάλλον του. Σε επιφανειακό κομμάτι, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το έργο είναι μια κωμωδία με ευαίσθητο χιούμορ, πιστό στην αισθητική της «Κουζίνας». Ο Μπουλμέτης, όμως, δεν αγγίζει μόνο επιδερμικά το θέμα του, αλλά το πάει ένα βήμα παραπέρα, μετατρέποντας το σινεμά σε μια διέξοδο μέσω της φαντασίας από τα δεινά. Και την αγάπη, αλλά και αλλαγή στους μύθους, προσωπικούς κι εθνικούς, εφάμιλλη της αναζήτησης όλων των Ελλήνων για κάτι καλύτερο. Προσθέτοντας και την εξίσωση της ηλικίας μας, υπενθυμίζει ότι τα νιάτα είναι αυτά που μπορούν να κάνουν την αλλαγή φροντίζοντας να σεβαστούν το παρελθόν.
Κινηματογραφικά το κάνει εξαιρετικά. Αν και υπάρχει ένα θέμα με τη χρήση και την αληθοφάνεια των εφέ, αυτό δεν σημαίνει ότι η απεικόνιση της παλιάς Αθήνας και των διαφόρων εποχών δεν είναι εξαίσια μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ξυπνώντας σίγουρα αναμνήσεις στους μεγαλύτερους και εξιτάροντας την περιέργεια των νέων, ο Μπουλμέτης καταφέρνει κι ενισχύει το μήνυμα που θέλει να περάσει χάρη στις εικόνες του. Η φωτογραφία είναι άψογη, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι αυθεντικά, η καλλιτεχνική διεύθυνση μαγεύει και, φυσικά, οι μελωδίες δια χειρός Ευανθίας Ρεμπούτσικα σε ταξιδεύουν νοσταλγικά. Πολύτιμη είναι και η βοήθεια των ηθοποιών. Αν και ο Γιάννης Νιάρρος δεν αποτελεί τον ιδανικό πρωταγωνιστή και κάπως χάνεται στις απαιτήσεις του ρόλου, χάρη στους γύρω του διασώζεται. Με εξέχουσα την παρουσία του βραβευμένου στη Βενετία Θέμη Πάνου, ο οποίος είναι εξαιρετικός στον ρόλο του, όλο το καστ δίνει ζωή στους χαρακτήρες και καταφέρνει κι ανεβάζει επίπεδο στους -η αλήθεια ολίγον κοινότοπους ανά στιγμές- διαλόγους, δίνοντάς τους υπόσταση και συναίσθημα.
Το βασικό μειονέκτημα του φιλμ είναι σεναριακό. Το μήνυμα είναι σεβαστό, είναι σημαντικό, είναι εξαιρετικά δοσμένο, αλλά δεν παύει να είναι «τετριμμένο» και επαναλαμβανόμενο. Μέσα από διαφορετικές οπτικές, η σημασία της αλλαγής ζει μέσα στην πλοκή βαραίνοντας κάθε διάλογο και προσδίδοντας του κάτι το διδακτικό. Ως εκ τούτου, τα 98 λεπτά της διαρκείας της μοιάζουν περισσότερα μετά τη μία ώρα. Μεταφορικά «νοτιάς» σημαίνει γονιμότητα και καρποφορία. Βέβαια, σκουριάζει και τα σίδερα και τρυπάει τα κόκαλα, που λέει ο λόγος, όταν είναι στις κακές του. Φυσάει στις κάτασπρες αυλές και στις θολωτές καμάρες σφυρίζει, ψιθυρίζει, πεισμώνει είναι δηλαδή ένα ζιζάνιο, αγόρι ελληνόπουλο που παίζει αλλά και δημιουργεί. Όταν ο τίτλος της ταινίας λοιπόν υποδηλώνει ξεκάθαρα το νόημα της, τότε ένα κομμάτι της μαγείας. αν δεν ξεφύγεις λίγο από το θέμα και δεν κάνεις τα όσα έχεις βάλει τους ήρωες σου να λένε, χάνεται.
Ακόμα και έτσι, όμως, την ταινία πρέπει να τη δεις. Γιατί το πιο φοβερό είναι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Πέρα από τα κτήρια, όλα παραμένουν ίδια. Πεποιθήσεις, πολιτικές, ονόματα. Μόνο που τώρα δεν υπάρχει ένας Ωνάσης. Δυστυχώς, η ιστορία δεν τελειώνει, η θάλασσα απέραντη και εμείς ακόμα εδώ. Μάλλον ήρθε η στιγμή της αλλαγής. Αυτό από μόνο του αξίζει.
Με πολύ χιούμορ και συγκίνηση, σκιαγραφεί την ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα μάτια ενός ονειροπόλου νέου, ο οποίος, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα και τις αρχικές του ανησυχίες, μέσα από τις ιστορίες και τους μύθους, προσπαθεί να διαχειριστεί τον κοινωνικό του περίγυρο, την οικογένειά του και το περιβάλλον του. Σε επιφανειακό κομμάτι, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το έργο είναι μια κωμωδία με ευαίσθητο χιούμορ, πιστό στην αισθητική της «Κουζίνας». Ο Μπουλμέτης, όμως, δεν αγγίζει μόνο επιδερμικά το θέμα του, αλλά το πάει ένα βήμα παραπέρα, μετατρέποντας το σινεμά σε μια διέξοδο μέσω της φαντασίας από τα δεινά. Και την αγάπη, αλλά και αλλαγή στους μύθους, προσωπικούς κι εθνικούς, εφάμιλλη της αναζήτησης όλων των Ελλήνων για κάτι καλύτερο. Προσθέτοντας και την εξίσωση της ηλικίας μας, υπενθυμίζει ότι τα νιάτα είναι αυτά που μπορούν να κάνουν την αλλαγή φροντίζοντας να σεβαστούν το παρελθόν.
Κινηματογραφικά το κάνει εξαιρετικά. Αν και υπάρχει ένα θέμα με τη χρήση και την αληθοφάνεια των εφέ, αυτό δεν σημαίνει ότι η απεικόνιση της παλιάς Αθήνας και των διαφόρων εποχών δεν είναι εξαίσια μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ξυπνώντας σίγουρα αναμνήσεις στους μεγαλύτερους και εξιτάροντας την περιέργεια των νέων, ο Μπουλμέτης καταφέρνει κι ενισχύει το μήνυμα που θέλει να περάσει χάρη στις εικόνες του. Η φωτογραφία είναι άψογη, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι αυθεντικά, η καλλιτεχνική διεύθυνση μαγεύει και, φυσικά, οι μελωδίες δια χειρός Ευανθίας Ρεμπούτσικα σε ταξιδεύουν νοσταλγικά. Πολύτιμη είναι και η βοήθεια των ηθοποιών. Αν και ο Γιάννης Νιάρρος δεν αποτελεί τον ιδανικό πρωταγωνιστή και κάπως χάνεται στις απαιτήσεις του ρόλου, χάρη στους γύρω του διασώζεται. Με εξέχουσα την παρουσία του βραβευμένου στη Βενετία Θέμη Πάνου, ο οποίος είναι εξαιρετικός στον ρόλο του, όλο το καστ δίνει ζωή στους χαρακτήρες και καταφέρνει κι ανεβάζει επίπεδο στους -η αλήθεια ολίγον κοινότοπους ανά στιγμές- διαλόγους, δίνοντάς τους υπόσταση και συναίσθημα.
Το βασικό μειονέκτημα του φιλμ είναι σεναριακό. Το μήνυμα είναι σεβαστό, είναι σημαντικό, είναι εξαιρετικά δοσμένο, αλλά δεν παύει να είναι «τετριμμένο» και επαναλαμβανόμενο. Μέσα από διαφορετικές οπτικές, η σημασία της αλλαγής ζει μέσα στην πλοκή βαραίνοντας κάθε διάλογο και προσδίδοντας του κάτι το διδακτικό. Ως εκ τούτου, τα 98 λεπτά της διαρκείας της μοιάζουν περισσότερα μετά τη μία ώρα. Μεταφορικά «νοτιάς» σημαίνει γονιμότητα και καρποφορία. Βέβαια, σκουριάζει και τα σίδερα και τρυπάει τα κόκαλα, που λέει ο λόγος, όταν είναι στις κακές του. Φυσάει στις κάτασπρες αυλές και στις θολωτές καμάρες σφυρίζει, ψιθυρίζει, πεισμώνει είναι δηλαδή ένα ζιζάνιο, αγόρι ελληνόπουλο που παίζει αλλά και δημιουργεί. Όταν ο τίτλος της ταινίας λοιπόν υποδηλώνει ξεκάθαρα το νόημα της, τότε ένα κομμάτι της μαγείας. αν δεν ξεφύγεις λίγο από το θέμα και δεν κάνεις τα όσα έχεις βάλει τους ήρωες σου να λένε, χάνεται.
Ακόμα και έτσι, όμως, την ταινία πρέπει να τη δεις. Γιατί το πιο φοβερό είναι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Πέρα από τα κτήρια, όλα παραμένουν ίδια. Πεποιθήσεις, πολιτικές, ονόματα. Μόνο που τώρα δεν υπάρχει ένας Ωνάσης. Δυστυχώς, η ιστορία δεν τελειώνει, η θάλασσα απέραντη και εμείς ακόμα εδώ. Μάλλον ήρθε η στιγμή της αλλαγής. Αυτό από μόνο του αξίζει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου