Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Νοτιάς [3.5/5]

Δεκατρία χρόνια μετά την «Πολίτικη Κουζίνα», της δεύτερης πιο εμπορικής ταινίας της τελευταίας δεκαπενταετίας, ο Τάσος Μπουλμέτης επιστρέφει με μια ιστορία ενηλικίωσης με φόντο μια Ελλάδα που αλλάζει στα ταραχώδη χρόνια των 1960, 1970 και των 1980. Το ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση παρουσιάζεται με μια αλά «Φόρεστ Γκαμπ» ιστορία, δίνοντας την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα γράμμα αγάπης για τον κινηματογράφο σε στυλ «Σινεμά ο Παράδεισος».

Με πολύ χιούμορ και συγκίνηση, σκιαγραφεί την ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα μάτια ενός ονειροπόλου νέου, ο οποίος, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα και τις αρχικές του ανησυχίες, μέσα από τις ιστορίες και τους μύθους, προσπαθεί να διαχειριστεί τον κοινωνικό του περίγυρο, την οικογένειά του και το περιβάλλον του. Σε επιφανειακό κομμάτι, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το έργο είναι μια κωμωδία με ευαίσθητο χιούμορ, πιστό στην αισθητική της «Κουζίνας». Ο Μπουλμέτης, όμως, δεν αγγίζει μόνο επιδερμικά το θέμα του, αλλά το πάει ένα βήμα παραπέρα, μετατρέποντας το σινεμά σε μια διέξοδο μέσω της φαντασίας από τα δεινά. Και την αγάπη, αλλά και αλλαγή στους μύθους, προσωπικούς κι εθνικούς, εφάμιλλη της αναζήτησης όλων των Ελλήνων για κάτι καλύτερο. Προσθέτοντας και την εξίσωση της ηλικίας μας, υπενθυμίζει ότι τα νιάτα είναι αυτά που μπορούν να κάνουν την αλλαγή φροντίζοντας να σεβαστούν το παρελθόν.

Κινηματογραφικά το κάνει εξαιρετικά. Αν και υπάρχει ένα θέμα με τη χρήση και την αληθοφάνεια των εφέ, αυτό δεν σημαίνει ότι η απεικόνιση της παλιάς Αθήνας και των διαφόρων εποχών δεν είναι εξαίσια μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ξυπνώντας σίγουρα αναμνήσεις στους μεγαλύτερους και εξιτάροντας την περιέργεια των νέων, ο Μπουλμέτης καταφέρνει κι ενισχύει το μήνυμα που θέλει να περάσει χάρη στις εικόνες του. Η φωτογραφία είναι άψογη, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι αυθεντικά, η καλλιτεχνική διεύθυνση μαγεύει και, φυσικά, οι μελωδίες δια χειρός Ευανθίας Ρεμπούτσικα σε ταξιδεύουν νοσταλγικά. Πολύτιμη είναι και η βοήθεια των ηθοποιών. Αν και ο Γιάννης Νιάρρος δεν αποτελεί τον ιδανικό πρωταγωνιστή και κάπως χάνεται στις απαιτήσεις του ρόλου, χάρη στους γύρω του διασώζεται. Με εξέχουσα την παρουσία του βραβευμένου στη Βενετία Θέμη Πάνου, ο οποίος είναι εξαιρετικός στον ρόλο του, όλο το καστ δίνει ζωή στους χαρακτήρες και καταφέρνει κι ανεβάζει επίπεδο στους -η αλήθεια ολίγον κοινότοπους ανά στιγμές- διαλόγους, δίνοντάς τους υπόσταση και συναίσθημα.

Το βασικό μειονέκτημα του φιλμ είναι σεναριακό. Το μήνυμα είναι σεβαστό, είναι σημαντικό, είναι εξαιρετικά δοσμένο, αλλά δεν παύει να είναι «τετριμμένο» και επαναλαμβανόμενο. Μέσα από διαφορετικές οπτικές, η σημασία της αλλαγής ζει μέσα στην πλοκή βαραίνοντας κάθε διάλογο και προσδίδοντας του κάτι το διδακτικό. Ως εκ τούτου, τα 98 λεπτά της διαρκείας της μοιάζουν περισσότερα μετά τη μία ώρα. Μεταφορικά «νοτιάς» σημαίνει γονιμότητα και καρποφορία. Βέβαια, σκουριάζει και τα σίδερα και τρυπάει τα κόκαλα, που λέει ο λόγος, όταν είναι στις κακές του. Φυσάει στις κάτασπρες αυλές και στις θολωτές καμάρες σφυρίζει, ψιθυρίζει, πεισμώνει είναι δηλαδή ένα ζιζάνιο, αγόρι ελληνόπουλο που παίζει αλλά και δημιουργεί. Όταν ο τίτλος της ταινίας λοιπόν υποδηλώνει ξεκάθαρα το νόημα της, τότε ένα κομμάτι της μαγείας. αν δεν ξεφύγεις λίγο από το θέμα και δεν κάνεις τα όσα έχεις βάλει τους ήρωες σου να λένε, χάνεται.

Ακόμα και έτσι, όμως, την ταινία πρέπει να τη δεις. Γιατί το πιο φοβερό είναι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Πέρα από τα κτήρια, όλα παραμένουν ίδια. Πεποιθήσεις, πολιτικές, ονόματα. Μόνο που τώρα δεν υπάρχει ένας Ωνάσης. Δυστυχώς, η ιστορία δεν τελειώνει, η θάλασσα απέραντη και εμείς ακόμα εδώ. Μάλλον ήρθε η στιγμή της αλλαγής. Αυτό από μόνο του αξίζει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται