Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Steve Jobs [4/5]

Η μεταφορά της ζωής ενός ανθρώπου στον κινηματογράφο είναι πάντα μια δύσκολη κι ενίοτε σκοτεινή υπόθεση. Ως μια ακόμη ταινία για τον αινιγματικό ιδρυτής της Apple, το «Steve Jobs» κάνει κάτι ουσιαστικά διαφορετικό και γι` αυτό ξεχωρίζει. Κάποιες φορές, αντί να πεις ολόκληρη την ιστορία, η επικέντρωση σε μία στιγμή μπορεί να εγκλωβίσει μέσα της όλα όσα αξίζει να ειπωθούν. Έχοντας αυτό στο μυαλό του, ο σεναριογράφος Aaron Sorkin δεν μας εξιστορεί την ιστορία της ζωής του Τζομπς, αλλά μας περιγράφει εκείνες τις στιγμές στις οποίες είναι πιο εκτεθειμένος και αλληλοεπιδρά με όλους, ενώ ταυτόχρονα αλλάζει το τοπίο των σύγχρονων υπολογιστών. Μοιάζοντας λοιπόν περισσότερο σε ένα θεατρικό έργο παρά σε μια παραδοσιακή κινηματογραφική ταινία, το φιλμ είναι δομημένο σε τρία τμήματα, όπου το κάθε ένα έχει στο επίκεντρο του το λανσάρισμα συγκεκριμένων προϊόντων: του Macintosh (1984), του NeXTcube (1988) και του iMac (1998).

Με βάση τα παραπάνω, θεωρητικά το έργο δεν θα έπρεπε να πετύχει. Όπως όλα τα σενάρια του Sorkin είναι πάρα πολύ φλύαρο και υπάρχει λίγη έως καθόλου δράση. Για την ακρίβεια, είναι μόνο άνθρωποι που μιλούν ο ένας στον άλλο -ως επί το πλείστων σε ζεύγη- και κυρίως για κομπιουτερίστικα πράγματα. Επιπρόσθετα, ο Fassbender δεν μοιάζει και πολύ στον Τζομπς, ενώ τέλος ο χαρακτήρας του είναι λίγο-πολύ ένας αντιήρωας. Κι όμως, το έργο δεν λειτουργεί απλά, αλλά αριστεύει χάρη στους συντελεστές του. Από την μια, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Danny Boyle καταπιάνεται με ένα σχεδόν ακατόρθωτο έργο και το κάνει με απόλυτη αυτοπεποίθηση κι αυτοκυριαρχία. Χωρίς αυτόν, η ρουτίνα του «Steve Jobs» θα ήταν αρκετά κουραστική. Από την άλλη, δεν είναι μυστικό ότι κάθε λέξη που γράφει ο Sorkin είναι σημαντική. Κάτι που ισχύει και εδώ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μια και η -σε τρία μέρη δομή του- είναι άξια επαίνου. Κάθε σκηνή είναι μια ψυχρή αντιπαράθεση, κάθε χαρακτήρας του δράματος είναι μια λεπτομερής προσωπικότητα, και κάθε κομμάτι του διαλόγου ξεχειλίζει από βαρύτητα.

Ερμηνευτικά μπορείς να κρίνεις την ποιότητα της ηθοποιίας από το κατά πόσο διαπέρνα την οθόνη. Όπως ο Σαίξπηρ, οι λέξεις του Sorkin απαιτούν μια ειδική ικανότητα έτσι ώστε να ειπωθούν με τη σωστή προσποίηση. Όταν ένα μάτσο από αυθεντίες βάζουν τα δυνατά τους, τότε το μόνο που μπορείτε να περιμένετε είναι τίποτα λιγότερο από ερμηνείες που άνετα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως masterclass. Ο Michael Fassbender λάμπει τόσο πολύ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που μας κάνει να επικεντρωθούμε σε αυτά που λέει τόσο κατάφωρα και υποσυνείδητα που το μυαλό μας δεν αποσπάται ούτε στιγμή από το αν του μοιάζει ή όχι. Οι συναναστροφές του με την Kate Winslet είναι συναρπαστικές. Εκείνη είναι απτόητη η φωνή της λογικής, το συναίσθημα της ταινίας. Επιβεβαιώνοντας μας για ακόμα μία φορά ότι είναι μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, παραδίδει μια εξαίσια ερμηνεία, άξια υποψήφια για Όσκαρ. Το υπόλοιπο υποστηρικτικό καστ δίνει τον καλύτερο του εαυτό. Ξεχωρίζουν ο Jeff Daniels στον ρόλο του πρώην CEO της Apple, Τζον Σκάλεϊ, αλλά και ο Michael Stuhlbarg ως ένας από τους πιο βασικούς μηχανικούς της εταιρείας.

Καλά όλα αυτά θα μου πείτε, αλλά γιατί με αφορά η ταινία; Αναλογιζόμενος ότι μετά τον θάνατο του Στιβ Τζομπς το 2011 έχουν γίνει περισσότερες από μία ντουζίνα ντοκιμαντέρ, ταινίες μεγάλου μήκους και αφιερώματα στην τηλεόραση που περιστρέφονται γύρω από τα σημαντικότερα γεγονότα στην καριέρα του, μπορώ να αντιληφθώ την ερώτηση. Η διαφορά εδώ είναι ότι, σε αντίθεση με τις περισσότερες βιογραφίες, το «Steve Jobs» καθιστά σαφές από την πρώτη λέξη ότι ο ήρωας του είναι συχνά εντελώς αντιπαθητικός.

Κι όμως, ακόμα κι έτσι εμείς τον υποστηρίζουμε. Θέλουμε να πραγματοποιήσει αυτό που μόνο εκείνος ξέρει τόσο καλά, ενώ ταυτόχρονα ελπίζουμε ότι θα ζητήσει συγγνώμη σε αυτούς που έχει αδικήσει, με γνώμονα αυτά που έχει αδικηθεί. Βλέπουμε ότι ο Τζομπς είναι κάτι περισσότερο από μια συλλογή από ελαττώματα και αρετές. Είναι μια μάζα από αντιφάσεις, ενώ παραμένει εκπληκτικά συνεπής. Με άλλα λόγια, το έργο κάνει αυτό που ελάχιστες βιογραφίες κάνουν: ξεκοκαλίζει πλήρως έναν άνθρωπο που ενώ αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη δημιουργία εργαλείων που θα βελτίωναν την επικοινωνία των ανθρώπων, εκείνος αδυνατούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του.

Τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος λέει κοροϊδευτικά πως δεν γυρίζονται πλέον ταινίες όπως παλιά. Όποιος το λέει αυτό, καλό θα είναι να πάει να δει το «Steve Jobs», μια ταινία αναμφισβήτητα για ανθρώπους και όχι για το θέαμα. Για τις ιδέες και τις σχέσεις και το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον. Μια ταινία που ενώ μιλάει για ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσωπο, μπορούμε να δούμε τα κουσούρια και τα ελαττώματά του, καθώς και τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του να αντανακλώνται σε όλους μας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται