Όταν το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ» προγραμματίστηκε να βγει στις αίθουσες της Αμερικής το ίδιο σαββατοκύριακο με τους «Εκδικητές», κανείς στη Fox Searchlight Pictures δεν περίμενε ότι αυτό το υπέροχο φιλμ θα απέδιδε τέτοιους καρπούς. Ξεπερνώντας τα 130 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box-office και υπολογίζοντας το σημερινό κλίμα του κινηματογράφου όπου οι νέες ιδέες βρίσκονται δύσκολα, έδωσε στους υπευθύνους τη δυνατότητα υλοποίησης αυτής εδώ της αναπόφευκτης συνέχειας.
Τρία χρόνια μετά, λοιπόν, και οι Dench, Nighy, Smith και Patel αποδεικνύοντας ότι, παρόλο που το δεύτερο μέρος έρχεται με διαπιστευτήρια και το περιμένεις με μεγαλύτερη ανυπομονησία, αυτό δεν σημαίνει ότι το απολαμβάνεις το ίδιο. Όπως και στο πρώτο μέρος, υπάρχει γλυκύτητα και μια ελαφριά αέρινη αίσθηση χιούμορ και συναισθηματικότητας που περπατάει μαζί σου χέρι-χέρι σε ολόκληρη τη διάρκεια της. Και μολονότι δεν υπάρχει τίποτα συγκλονιστικό ή απρόσμενο στους χαρακτήρες, η πολύχρωμη κινηματογραφία του Ben Smithard και το σταθερό σκηνοθετικό χέρι του Madden καταφέρνουν και παρέχουν αυτό που το φιλμ υπόσχεται: ένα οικείο πλαίσιο, στο οποίο βετεράνοι ηθοποιοί αποδεικνύουν όχι μόνο το μεγαλείο του ταλέντου τους, αλλά και ότι μπορούν ακόμα να σηκώσουν στην πλάτη τους μια ελαφριά και διασκεδαστική ταινία, την οποία θέλεις να παρακολουθήσεις.
Ωστόσο, η δομή του έργου αποτελεί το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, υπονομεύοντας την κατά τα άλλα ελκυστική φύση που από μόνο του διαθέτει. Στέλνοντας σεναριακά το πολυπληθές καστ της σε παλαβιάρικες περιπέτειες, η πλοκή δεν δίνει ποτέ πραγματική ευκαιρία αλληλεπίδρασης των ηρώων, πέρα από μερικά σύντομα αποσπάσματα συνομιλίων εδώ κι εκεί. Αυτό έχει ως συνέπεια το φιλμ να μη μοιάζει ως ένα συνεκτικό σύνολο, αλλά ως ένα κοκτέιλ από τρεις ή τέσσερις ιστορίες χαλαρά δομημένες σε μια αλληλένδετης μορφής ανθολογία. Προσέγγιση που ναι μεν δικαιολογείται εν μέρει, αλλά κουράζει, μειώνει κατά πολύ το αποτέλεσμα και μοιάζει βεβιασμένη.
Συνεπώς, έχοντας χάσει εντελώς αυτό που έκανε την αρχική ταινία κάπως ιδιαίτερη, το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ ΙΙ» ναι μεν είναι ευχάριστο στην παρακολούθηση, αλλά σε σύγκριση με τις εγκάρδια φτιαγμένες περιπέτειες ζωής και θανάτου του πρώτου, έρχεται από κάθε άποψη δεύτερο.
Τρία χρόνια μετά, λοιπόν, και οι Dench, Nighy, Smith και Patel αποδεικνύοντας ότι, παρόλο που το δεύτερο μέρος έρχεται με διαπιστευτήρια και το περιμένεις με μεγαλύτερη ανυπομονησία, αυτό δεν σημαίνει ότι το απολαμβάνεις το ίδιο. Όπως και στο πρώτο μέρος, υπάρχει γλυκύτητα και μια ελαφριά αέρινη αίσθηση χιούμορ και συναισθηματικότητας που περπατάει μαζί σου χέρι-χέρι σε ολόκληρη τη διάρκεια της. Και μολονότι δεν υπάρχει τίποτα συγκλονιστικό ή απρόσμενο στους χαρακτήρες, η πολύχρωμη κινηματογραφία του Ben Smithard και το σταθερό σκηνοθετικό χέρι του Madden καταφέρνουν και παρέχουν αυτό που το φιλμ υπόσχεται: ένα οικείο πλαίσιο, στο οποίο βετεράνοι ηθοποιοί αποδεικνύουν όχι μόνο το μεγαλείο του ταλέντου τους, αλλά και ότι μπορούν ακόμα να σηκώσουν στην πλάτη τους μια ελαφριά και διασκεδαστική ταινία, την οποία θέλεις να παρακολουθήσεις.
Ωστόσο, η δομή του έργου αποτελεί το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, υπονομεύοντας την κατά τα άλλα ελκυστική φύση που από μόνο του διαθέτει. Στέλνοντας σεναριακά το πολυπληθές καστ της σε παλαβιάρικες περιπέτειες, η πλοκή δεν δίνει ποτέ πραγματική ευκαιρία αλληλεπίδρασης των ηρώων, πέρα από μερικά σύντομα αποσπάσματα συνομιλίων εδώ κι εκεί. Αυτό έχει ως συνέπεια το φιλμ να μη μοιάζει ως ένα συνεκτικό σύνολο, αλλά ως ένα κοκτέιλ από τρεις ή τέσσερις ιστορίες χαλαρά δομημένες σε μια αλληλένδετης μορφής ανθολογία. Προσέγγιση που ναι μεν δικαιολογείται εν μέρει, αλλά κουράζει, μειώνει κατά πολύ το αποτέλεσμα και μοιάζει βεβιασμένη.
Συνεπώς, έχοντας χάσει εντελώς αυτό που έκανε την αρχική ταινία κάπως ιδιαίτερη, το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ ΙΙ» ναι μεν είναι ευχάριστο στην παρακολούθηση, αλλά σε σύγκριση με τις εγκάρδια φτιαγμένες περιπέτειες ζωής και θανάτου του πρώτου, έρχεται από κάθε άποψη δεύτερο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου