Ως ένας από τους πιο επινοητικούς σύγχρονους σκηνοθέτες (συν-δημιουργός του μανιφέστου Δόγμα 95) ο δανέζικης καταγωγής δημιουργός Τόμας Βίντερμπεγκ, μετά το περσινό «Μακριά από το Πλήθος», επανασυνδέεται με δυο από τους πρωταγωνιστές της «Οικογενειακής Γιορτής» και επιστρέφει στα πάτρια εδάφη ασχολούμενος με πιο προσωπικά θέματα, αντανακλώντας τον τρόπο ζωής που είχε ως παιδί σε ένα κοινόβιο. Και ενώ η ταινία είναι μια ισχυρή υπενθύμιση της άνεσης με την οποία η κοινωνία μας ζει, και πώς ποτέ δεν μπαίνουμε στον κόπο να συνεργαστούμε με εκείνους που μας περιβάλλουν, αποτυγχάνει να παρουσιάσει με τρόπο συνεκτικό το μήνυμα της.
Με τη δέσμευση του σκηνοθέτη στο ρεαλισμό να είναι και να παραμένει ακλόνητη, όσο κι αν το «Κοινόβιο» επιχειρεί να χαρεί για μια πλέον απαρχαιωμένη αρμονική ύπαρξη, καταλήγει να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία συζυγικής αποσύνθεσης, μοιχείας και διακρίσεων λόγω ηλικίας. Πτυχές, όπως η καθημερινή δυναμική και η επιμελητεία της συγκατοίκησης ή οι λόγοι που παρέχουν κίνητρα σε μια τέτοια ανόμοια ομάδα ατόμων να ζει μαζί, αντιμετωπίζονται επιπόλαια, ενώ η συνολική υποβόσκουσα φιλοσοφία και πολιτική του έργου έχει παραμεληθεί εντελώς. Επιπροσθέτως, υπάρχει μια σουρεαλιστική προσέγγιση στην κωμωδία, αυξημένη για να προκαλέσει το γέλιο στο ακροατήριο. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αποτυγχάνει, όταν οι πιο συναισθηματικά φορτισμένες ακολουθίες μπαίνουν στο παιχνίδι. Ο Βίντερμπεγκ δεν έχει κάνει αρκετά ώστε να κερδίσει την επένδυση του θεατή, αφήνοντας το κοινό με ένα αίσθημα αδιαφορίας για όλα όσα συμβαίνουν. Με ένα σενάριο τόσο πρόχειρο στις λεπτομέρειες, λοιπόν, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς μια προοπτική.
Όπως προανέφερα, καθώς εξελίσσεται η πλοκή, το φιλμ είναι περισσότερο σαν ένα οποιοδήποτε άλλο για την απιστία και τις επιπτώσεις της στους πρωταγωνιστές, αποδίδοντας εκπληκτικά λίγη προσοχή στην ίδια την κοινότητα. Αυτό είναι εν μέρει επειδή τα περισσότερα από τα μέλη της είναι υπανάπτυκτοι ή ακόμα και πληκτικοί χαρακτήρες, προφανώς για να κρατήσουν την προσοχή στις δυσκολίες του γάμου στον πυρήνα της ταινίας. Έναν πυρήνα τόσο θεμελιωδώς λάθος στην απεικόνιση των γυναικών -και σε κάποια επέκταση των ανδρών- που δημιουργεί αμηχανία στην παρακολούθηση. Ακόμη και στην εποχή του ελεύθερου έρωτα και χιπισμού, η ευκολία με την οποία ο πρωταγωνιστής είναι σε θέση να έχει και την πίτα του και τον σκύλο χορτάτο, με τέτοια κατάφωρη περιφρόνηση για τη γυναίκα δεν μοιάζει αληθινός. Ο Βίντερμπεγκ προσπαθεί με χίλια ζόρια να αποκτήσει η αφήγηση του μια φεμινιστική ευαισθησία, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη πόσο αραιά σκιαγραφεί τις πρωταγωνίστριες καθώς και τη συναισθηματική κακοποίηση τους, οι γυναίκες (θέλω να πιστεύω άθελα του) βρίσκονται στον πάτο της γενικής μισανθρωπίας του.
Το κύριο θετικό και ίσως ο λόγος που πρέπει να δει κανείς την ταινία, είναι η Τρίνε Ντίρχολμ, η οποία παραδίδει μια αξεπέραστη και άξια για Όσκαρ ερμηνεία που κάνει τον θεατή να κατανοήσει οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν. Καθώς αναρωτιέσαι γιατί η πρωταγωνίστρια δεν αφήνει τον άντρα της, είναι τέτοιο το χάρισμα αυτής της εξαιρετικής ηθοποιού που σε κάνει να αντιληφθείς ότι δεν είναι όλα τόσο απλά όσο νομίζεις. Χάρη στην ερμηνεία της, είναι ο μόνος χαρακτήρας στον οποίο θα επενδύσετε συναισθηματικά. Κάτι που είναι κρίμα αναλογιζόμενοι τον πλούτο ταλέντου πίσω από την κάμερα, μια κι ο Βίντερμπεγκ εργάζεται πάνω σε ένα σενάριο του Τομπίας Λίντχολμ. Είναι σαφές ότι και οι δυο τους είναι χιλιόμετρα μακριά από τα καλλιτεχνικά ύψη του «Κυνηγιού».
Με τη δέσμευση του σκηνοθέτη στο ρεαλισμό να είναι και να παραμένει ακλόνητη, όσο κι αν το «Κοινόβιο» επιχειρεί να χαρεί για μια πλέον απαρχαιωμένη αρμονική ύπαρξη, καταλήγει να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία συζυγικής αποσύνθεσης, μοιχείας και διακρίσεων λόγω ηλικίας. Πτυχές, όπως η καθημερινή δυναμική και η επιμελητεία της συγκατοίκησης ή οι λόγοι που παρέχουν κίνητρα σε μια τέτοια ανόμοια ομάδα ατόμων να ζει μαζί, αντιμετωπίζονται επιπόλαια, ενώ η συνολική υποβόσκουσα φιλοσοφία και πολιτική του έργου έχει παραμεληθεί εντελώς. Επιπροσθέτως, υπάρχει μια σουρεαλιστική προσέγγιση στην κωμωδία, αυξημένη για να προκαλέσει το γέλιο στο ακροατήριο. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αποτυγχάνει, όταν οι πιο συναισθηματικά φορτισμένες ακολουθίες μπαίνουν στο παιχνίδι. Ο Βίντερμπεγκ δεν έχει κάνει αρκετά ώστε να κερδίσει την επένδυση του θεατή, αφήνοντας το κοινό με ένα αίσθημα αδιαφορίας για όλα όσα συμβαίνουν. Με ένα σενάριο τόσο πρόχειρο στις λεπτομέρειες, λοιπόν, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς μια προοπτική.
Όπως προανέφερα, καθώς εξελίσσεται η πλοκή, το φιλμ είναι περισσότερο σαν ένα οποιοδήποτε άλλο για την απιστία και τις επιπτώσεις της στους πρωταγωνιστές, αποδίδοντας εκπληκτικά λίγη προσοχή στην ίδια την κοινότητα. Αυτό είναι εν μέρει επειδή τα περισσότερα από τα μέλη της είναι υπανάπτυκτοι ή ακόμα και πληκτικοί χαρακτήρες, προφανώς για να κρατήσουν την προσοχή στις δυσκολίες του γάμου στον πυρήνα της ταινίας. Έναν πυρήνα τόσο θεμελιωδώς λάθος στην απεικόνιση των γυναικών -και σε κάποια επέκταση των ανδρών- που δημιουργεί αμηχανία στην παρακολούθηση. Ακόμη και στην εποχή του ελεύθερου έρωτα και χιπισμού, η ευκολία με την οποία ο πρωταγωνιστής είναι σε θέση να έχει και την πίτα του και τον σκύλο χορτάτο, με τέτοια κατάφωρη περιφρόνηση για τη γυναίκα δεν μοιάζει αληθινός. Ο Βίντερμπεγκ προσπαθεί με χίλια ζόρια να αποκτήσει η αφήγηση του μια φεμινιστική ευαισθησία, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη πόσο αραιά σκιαγραφεί τις πρωταγωνίστριες καθώς και τη συναισθηματική κακοποίηση τους, οι γυναίκες (θέλω να πιστεύω άθελα του) βρίσκονται στον πάτο της γενικής μισανθρωπίας του.
Το κύριο θετικό και ίσως ο λόγος που πρέπει να δει κανείς την ταινία, είναι η Τρίνε Ντίρχολμ, η οποία παραδίδει μια αξεπέραστη και άξια για Όσκαρ ερμηνεία που κάνει τον θεατή να κατανοήσει οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν. Καθώς αναρωτιέσαι γιατί η πρωταγωνίστρια δεν αφήνει τον άντρα της, είναι τέτοιο το χάρισμα αυτής της εξαιρετικής ηθοποιού που σε κάνει να αντιληφθείς ότι δεν είναι όλα τόσο απλά όσο νομίζεις. Χάρη στην ερμηνεία της, είναι ο μόνος χαρακτήρας στον οποίο θα επενδύσετε συναισθηματικά. Κάτι που είναι κρίμα αναλογιζόμενοι τον πλούτο ταλέντου πίσω από την κάμερα, μια κι ο Βίντερμπεγκ εργάζεται πάνω σε ένα σενάριο του Τομπίας Λίντχολμ. Είναι σαφές ότι και οι δυο τους είναι χιλιόμετρα μακριά από τα καλλιτεχνικά ύψη του «Κυνηγιού».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου