Προσαρμοσμένο από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», το έργο αφηγείται την ιστορία του Ότο και της Άννα Κουάγκελ, ενός ζευγαριού της εργατικής τάξης, το οποίο μετά τον θάνατο του γιου τους αποφασίζει να αντισταθεί απέναντι στον ναζισμό με τον δικό του τρόπο, σε μια εποχή όπου κάθε σημάδι απιστίας στους ναζί τιμωρείται χωρίς έλεος. Αν και μέσα σε ένα οικείο έδαφος του κινηματογραφικού κόσμου, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του ηθοποιού/σκηνοθέτη Βενσάν Περέζ είναι κάπως μοναδική στο ότι ερευνά τη φρίκη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από μια γερμανική σκοπιά, σε αντίθεση με εκείνη των άγγλων και των αμερικανών στρατιωτών ή των εβραίων θυμάτων.
Με δεδομένη αυτή την παραδοχή, θα περίμενε κανείς ότι το φιλμ θα διέθετε αγωνία και μια αφόρητη ένταση καθώς οι γονείς πασχίζουν να παραμείνουν άγνωστοι, ενώ οι ναζί προσπαθούν ακούραστα να τους ανακαλύψουν. Δυστυχώς, όμως, καθώς η ταινία εξελίσσεται αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί παρά τις μουσικές προσπάθειες του Αλεξάντρ Ντεσπλά. Η απόφαση να γυριστεί η ταινία στην αγγλική γλώσσα δεν αφαιρεί πόντους και στα ασφαλή χέρια των Τόμσον και Γκλίσον τα δεινά των χαρακτήρων γίνονται αισθητά, εξαιτίας όμως του Περέζ, η κτηνωδία του βιβλίου του Φάλαντα απογυμνώνεται, αφήνοντας πίσω τίποτε άλλο από μια απολύτως συμβατική αφήγηση γεγονότων, που δεν καταφέρνει σχεδόν ποτέ να πει μια συνεκτική κι εμπλεκόμενη για τον θεατή ιστορία.
Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια ταινία που έχουμε δει τόσες πολλές φορές στο παρελθόν, τηρώντας αυστηρά κι απογοητευτικά τα κλισέ του είδους. Δεν είναι μόνο το σενάριο, αλλά όλη η αισθητική, το ύφος και η ατμόσφαιρα της ταινίας που κατευθύνονται μακριά από οποιοδήποτε ίχνος πρωτοτυπίας και από κάθε αίσθηση του κινδύνου. Τεχνικά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η προσοχή στη λεπτομέρεια. Κοστούμια και σκηνικά απεικονίζουν αξιοπρεπέστατα την εποχή, μα ακόμα κι έτσι μια αίσθηση αναπόφευκτης απομίμησης κρέμεται πάνω από την παραγωγή, αφού όλα έχουν μια υπερβολικά γυαλισμένη ποιότητα. Ερμηνευτικά, οι δυο πρωταγωνιστές δίνουν αφιλόφοξες και συγκρατημένες ερμηνείες, βασιζόμενοι στις χειρονομίες και τα βλέμματα, προκειμένου να παρουσιάσουν την ένταση στον γάμο τους, και όχι στις λεκτικές νύξεις.
Από άποψη πλοκής, από το πρώτο κιόλας λεπτό ο Περέζ ξοδεύει μία ώρα ασχολούμενος με άπειρους χαρακτήρες σε τέτοιο βαθμό που χάνουμε το ενδιαφέρον σε αυτό που θα πρέπει να είναι η κύρια εστίαση: οι προσπάθειες του Ότο και της Άννα να καταπολεμήσουν τους ναζί. Όταν αρχίζει η ταινία να ασχολείται με αυτό, τo πηγαινέλα μεταξύ του ζευγαριού και των επιθεωρητών της γκεστάπο υπονομεύεται και αποτυγχάνει να διατηρήσει την ορμή του, χάρη στην αδέξια διαχείριση του χρόνου. Έως το τέλος της, είναι κατανοητό το μεγαλείο τού τι έκαναν αυτοί οι δυο άνθρωποι, αλλά ούτε μία στιγμή η ταινία δεν εμβαθύνει στο πώς το έκαναν, ούτε αναπτύσσει τις μεθόδους καταδίωξης της αντίθετης πλευράς.
Χάρη σε αυτήν την ανισορροπία, το «Μόνος στο Βερολίνο» δεν καταφέρνει να μας δείξει πώς τα φασιστικά καθεστώτα εξολοθρεύουν το άτομο και το εμπαίζουν, βάζοντας την κομματική πειθαρχία πάνω από οτιδήποτε άλλο. Ούτε σκιαγραφεί την άνευ όρων παράδοση των κατοίκων του Βερολίνου στο τελεσίγραφο συμμόρφωσης ή θανάτου. Αντ` αυτού, το φιλμ λιμνάζει σε έναν υποτονικό ρυθμό μετατρεπόμενο σε μια συντηρητική κινηματογραφική μεταφορά που αποτυγχάνει να υπερβεί ένα ήδη κορεσμένο είδος.
Με δεδομένη αυτή την παραδοχή, θα περίμενε κανείς ότι το φιλμ θα διέθετε αγωνία και μια αφόρητη ένταση καθώς οι γονείς πασχίζουν να παραμείνουν άγνωστοι, ενώ οι ναζί προσπαθούν ακούραστα να τους ανακαλύψουν. Δυστυχώς, όμως, καθώς η ταινία εξελίσσεται αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί παρά τις μουσικές προσπάθειες του Αλεξάντρ Ντεσπλά. Η απόφαση να γυριστεί η ταινία στην αγγλική γλώσσα δεν αφαιρεί πόντους και στα ασφαλή χέρια των Τόμσον και Γκλίσον τα δεινά των χαρακτήρων γίνονται αισθητά, εξαιτίας όμως του Περέζ, η κτηνωδία του βιβλίου του Φάλαντα απογυμνώνεται, αφήνοντας πίσω τίποτε άλλο από μια απολύτως συμβατική αφήγηση γεγονότων, που δεν καταφέρνει σχεδόν ποτέ να πει μια συνεκτική κι εμπλεκόμενη για τον θεατή ιστορία.
Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια ταινία που έχουμε δει τόσες πολλές φορές στο παρελθόν, τηρώντας αυστηρά κι απογοητευτικά τα κλισέ του είδους. Δεν είναι μόνο το σενάριο, αλλά όλη η αισθητική, το ύφος και η ατμόσφαιρα της ταινίας που κατευθύνονται μακριά από οποιοδήποτε ίχνος πρωτοτυπίας και από κάθε αίσθηση του κινδύνου. Τεχνικά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η προσοχή στη λεπτομέρεια. Κοστούμια και σκηνικά απεικονίζουν αξιοπρεπέστατα την εποχή, μα ακόμα κι έτσι μια αίσθηση αναπόφευκτης απομίμησης κρέμεται πάνω από την παραγωγή, αφού όλα έχουν μια υπερβολικά γυαλισμένη ποιότητα. Ερμηνευτικά, οι δυο πρωταγωνιστές δίνουν αφιλόφοξες και συγκρατημένες ερμηνείες, βασιζόμενοι στις χειρονομίες και τα βλέμματα, προκειμένου να παρουσιάσουν την ένταση στον γάμο τους, και όχι στις λεκτικές νύξεις.
Από άποψη πλοκής, από το πρώτο κιόλας λεπτό ο Περέζ ξοδεύει μία ώρα ασχολούμενος με άπειρους χαρακτήρες σε τέτοιο βαθμό που χάνουμε το ενδιαφέρον σε αυτό που θα πρέπει να είναι η κύρια εστίαση: οι προσπάθειες του Ότο και της Άννα να καταπολεμήσουν τους ναζί. Όταν αρχίζει η ταινία να ασχολείται με αυτό, τo πηγαινέλα μεταξύ του ζευγαριού και των επιθεωρητών της γκεστάπο υπονομεύεται και αποτυγχάνει να διατηρήσει την ορμή του, χάρη στην αδέξια διαχείριση του χρόνου. Έως το τέλος της, είναι κατανοητό το μεγαλείο τού τι έκαναν αυτοί οι δυο άνθρωποι, αλλά ούτε μία στιγμή η ταινία δεν εμβαθύνει στο πώς το έκαναν, ούτε αναπτύσσει τις μεθόδους καταδίωξης της αντίθετης πλευράς.
Χάρη σε αυτήν την ανισορροπία, το «Μόνος στο Βερολίνο» δεν καταφέρνει να μας δείξει πώς τα φασιστικά καθεστώτα εξολοθρεύουν το άτομο και το εμπαίζουν, βάζοντας την κομματική πειθαρχία πάνω από οτιδήποτε άλλο. Ούτε σκιαγραφεί την άνευ όρων παράδοση των κατοίκων του Βερολίνου στο τελεσίγραφο συμμόρφωσης ή θανάτου. Αντ` αυτού, το φιλμ λιμνάζει σε έναν υποτονικό ρυθμό μετατρεπόμενο σε μια συντηρητική κινηματογραφική μεταφορά που αποτυγχάνει να υπερβεί ένα ήδη κορεσμένο είδος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου