Ανεξάρτητα από τη λογική και το κατά πόσο η ύπαρξη της ταινίας μπορεί να διαθέτει κάποιο νόημα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει πάντα μια αναντιστοιχία μεταξύ προσωπικοτήτων με επιρροή και της ιδέας πως κάποτε ήταν απλοί άνθρωποι, με κανονικές ζωές. Σε αυτό το κομμάτι, το «Πρώτο Ραντεβού» καταφέρνει και παρουσιάζει αξιόλογα δύο ανθρώπους που μοιάζουν πολύ στα πρόσωπα που υποδύονται, χωρίς ποτέ όμως να ασχολείται με το ποιοι θα γίνουν: ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ και η πρώτη κυρία, ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα. Αντ` αυτού, το έργο είναι για το ποιοι ήταν αυτοί το 1989, δυο έξυπνοι δικηγόροι που αρέσει ο ένας στον άλλον, αλλά που, σύμφωνα με τη Μισέλ, δεν επιτρέπεται να βγουν ραντεβού. Όταν ο Ομπάμα αποκαλύπτει ότι σκόπιμα της είπε λάθος ώρα έναρξης της κοινοτικής συνάντησης που θα παρακολουθούσαν από κοινού, το περπάτημα και οι συζητήσεις αρχίζουν με σκοπό να γεμίσουν οι ώρες ενώ περιμένουν.
Δομικά δεν είναι δύσκολο να επισημάνεις και να αντιληφθείς ότι η κλασική αισθηματική τριλογία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ («Πριν το Ξημέρωμα», «Πριν το Ηλιοβασίλεμα», «Πριν τα Μεσάνυχτα») έχει επηρεάσει κατά πολύ το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρίτσαρντ Ταν. Ωστόσο, ως ένα εξειδικευμένο κινηματογραφικό είδος με ποιοτικά δυσανάλογα αποτελέσματα, το «Πρώτο Ραντεβού» είναι το «περπατάω και μιλάω» στις καλύτερες στιγμές του. Τα πάντα είναι όμορφα φωτισμένα, οι συζητήσεις δύο νέων ανθρώπων που φλερτάρουν και συζητούν για τους εαυτούς τους και τον κόσμο γύρω τους είναι ενδιαφέρουσες, ενώ τέλος αυτή η παραμυθένια ποιότητα που θέλει ο σκηνοθέτης να πουλήσει, επιτυγχάνεται χάρη στον τρόπο που πλασάρεται μέσα από ερμηνείες βασιζόμενες στον ρεαλισμό. Δυστυχώς, όμως, το φιλμ του 31χρονου σκηνοθέτη γίνεται δέσμιο της ιστορίας του ζευγαριού. Οι χαρακτήρες του τελικώς συνιστούν μια βαρετή συντροφιά για τον θεατή, καθώς από ένα σημείο και μετά πάρα πολλές ατάκες και λεπτομέρειες εξυπηρετούν -ίσως άθελα- κάτι το πολιτικά στρατευμένο.
Η ταινία χρησιμοποιεί την αγάπη των Αμερικανών για τους Ομπάμα, στην προσπάθεια της να προσθέσει σπουδαιότητα σε ένα κατά τα άλλα απλό σενάριο. Θέματα φυλετικής μισαλλοδοξίας, σεξισμού, οικογενειακών δυσκολιών, έλξης, συναισθημάτων, γλώσσας, πολιτικής και πολλών άλλων υπάρχουν μεν αλλά είναι τοποθετημένα πρόχειρα στην πλοκή με αποτέλεσμα να μη δίνεται και ιδιαίτερη βάση σε αυτά. Και το χειρότερο, πολλές στιγμές και ατάκες συνθέτουν μια υπόκωφη αγιοποίηση του Μπαράκ, αφού δεν τον απεικονίζουν ως απλά έναν τύπο που προσπαθεί να εντυπωσιάσει σε ένα ραντεβού. Δεν μπορεί να είναι τυχαία η αναφορά στον Χάρολντ Ουάσιγκτον, τον πρώτο έγχρωμο δήμαρχο του Σικάγο, και οι ατάκες τύπου «Μας απογοήτευσε λίγο. Αλλά αυτό γιατί ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια αυτής της χώρας». Ούτε η σκηνή μέσα στην γκαλερί. Μοιάζουν όλα λίγο υπολογισμένα.
Αν είναι του γούστου σας τέτοιου είδους ταινίες, λοιπόν, κι αφήσετε στην άκρη το ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές, θα περάσετε ευχάριστα την ώρα σας. Διαφορετικά, προσπεράστε την...
Δομικά δεν είναι δύσκολο να επισημάνεις και να αντιληφθείς ότι η κλασική αισθηματική τριλογία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ («Πριν το Ξημέρωμα», «Πριν το Ηλιοβασίλεμα», «Πριν τα Μεσάνυχτα») έχει επηρεάσει κατά πολύ το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρίτσαρντ Ταν. Ωστόσο, ως ένα εξειδικευμένο κινηματογραφικό είδος με ποιοτικά δυσανάλογα αποτελέσματα, το «Πρώτο Ραντεβού» είναι το «περπατάω και μιλάω» στις καλύτερες στιγμές του. Τα πάντα είναι όμορφα φωτισμένα, οι συζητήσεις δύο νέων ανθρώπων που φλερτάρουν και συζητούν για τους εαυτούς τους και τον κόσμο γύρω τους είναι ενδιαφέρουσες, ενώ τέλος αυτή η παραμυθένια ποιότητα που θέλει ο σκηνοθέτης να πουλήσει, επιτυγχάνεται χάρη στον τρόπο που πλασάρεται μέσα από ερμηνείες βασιζόμενες στον ρεαλισμό. Δυστυχώς, όμως, το φιλμ του 31χρονου σκηνοθέτη γίνεται δέσμιο της ιστορίας του ζευγαριού. Οι χαρακτήρες του τελικώς συνιστούν μια βαρετή συντροφιά για τον θεατή, καθώς από ένα σημείο και μετά πάρα πολλές ατάκες και λεπτομέρειες εξυπηρετούν -ίσως άθελα- κάτι το πολιτικά στρατευμένο.
Η ταινία χρησιμοποιεί την αγάπη των Αμερικανών για τους Ομπάμα, στην προσπάθεια της να προσθέσει σπουδαιότητα σε ένα κατά τα άλλα απλό σενάριο. Θέματα φυλετικής μισαλλοδοξίας, σεξισμού, οικογενειακών δυσκολιών, έλξης, συναισθημάτων, γλώσσας, πολιτικής και πολλών άλλων υπάρχουν μεν αλλά είναι τοποθετημένα πρόχειρα στην πλοκή με αποτέλεσμα να μη δίνεται και ιδιαίτερη βάση σε αυτά. Και το χειρότερο, πολλές στιγμές και ατάκες συνθέτουν μια υπόκωφη αγιοποίηση του Μπαράκ, αφού δεν τον απεικονίζουν ως απλά έναν τύπο που προσπαθεί να εντυπωσιάσει σε ένα ραντεβού. Δεν μπορεί να είναι τυχαία η αναφορά στον Χάρολντ Ουάσιγκτον, τον πρώτο έγχρωμο δήμαρχο του Σικάγο, και οι ατάκες τύπου «Μας απογοήτευσε λίγο. Αλλά αυτό γιατί ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια αυτής της χώρας». Ούτε η σκηνή μέσα στην γκαλερί. Μοιάζουν όλα λίγο υπολογισμένα.
Αν είναι του γούστου σας τέτοιου είδους ταινίες, λοιπόν, κι αφήσετε στην άκρη το ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές, θα περάσετε ευχάριστα την ώρα σας. Διαφορετικά, προσπεράστε την...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου