Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί γυρίζουν εκ νέου το 2016; Εδώ είναι το θέμα: η νέα ταινία του Πολ Φάιγκ δεν είναι ακριβώς ριμέικ του παλιού όσο «επανασχεδιασμός» της ίδιας ιδέας, αυτή τη φορά με τέσσερις γυναίκες και περισσότερη αυτοσυναίσθηση του χιούμορ. Υφίσταται ως επί το πλείστων ανεξάρτητα από τον προκάτοχό του και, με εξαίρεση ένα-δυο κλεισίματα του ματιού στην έκδοση του Ράιτμαν τα οποία χρησιμοποιεί και δεν βασίζεται σε αυτά, βρίσκει έναν τρόπο να βασίζεται κυρίως στις δικές του δυνάμεις. Κάπου εδώ θα ήθελα να πω ότι η αντιπαράθεση είναι ένα αστείο πράγμα. Μερικές φορές η ύπαρξη της αξίζει, ενώ άλλες φορές είναι εντελώς αδικαιολόγητη. Χωρίς να έχει σημασία ποια είναι η αιτία, δυστυχώς προέκυψε διένεξη για αυτή την νέα έκδοση του «Ghostbusters». Ωστόσο, παρόλες τις συζητήσεις σχετικά, αυτό το κείμενο είναι μια κριτική της ταινίας, όχι της αντιπαράθεσης. Με βάση αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι οι φανατικοί του αρχικού μπορούν να ανασάνουν με ανακούφιση γνωρίζοντας ότι τούτη εδώ η ταινία δεν είναι ένα αντίγραφο ή απομίμηση και ότι διαχωρίζεται ενεργά από το πρωτότυπο.
Τούτου λεχθέντος, το «Ghostbusters» μπορεί να θεωρηθεί μια καλή ταινία, όχι όμως μια σπουδαία. Διαθέτει ένα αυθάδες παιχνίδισμα, το οποίο παράγει κάποια γέλια, και -στο σύνολο του- ένα ισχυρό, ενθουσιώδες καστ που δίνει τον καλύτερο του εαυτό. Δεν είναι όμως σταθερά αστείο ή διασκεδαστικό, ενώ ο μεγάλος χρόνος διάρκειας του το καθιστά επιρρεπές σε μερικά βαρετά σημεία. Το κύριο ζήτημα εδώ είναι η πλοκή και ο τρόπος εξέλιξης αυτής. Όπως και το πρωτότυπο, το σενάριο ακολουθεί μια νέα γυναικεία ομάδα κυνηγών φαντασμάτων που προσπαθούν να σταματήσουν τα -όλο και αυξανόμενα- πνεύματα που κάνουν την εμφάνιση τους στην πόλη της Νέας Υόρκης. Εμποτισμένο με την κωμική υπογραφή του Φάιγκ, το φιλμ δυστυχώς δεν λειτουργεί καλά χάρη στο, κατά άλλα, αξιόπιστο είδος του χιούμορ το οποίο απολαύσαμε στις προηγούμενες δουλείες, όπως το «Φιλενάδες» ή το «Spy». Με τις συγκεκριμένες ταινίες να έχουν το πλεονέκτημα της πρωτότυπης ιδέας, έμοιαζαν φρέσκες και γεμάτες αυτοπεποίθηση, αντ` αυτού το «Ghostbusters» προχωρά σε ένα γνώριμο μονοπάτι. Και παρά το οικείο της υπόθεσης, ο Φάιγκ θα μπορούσε να την κάνει να ξεχωρίζει, ακολουθεί όμως τον ασφαλή δρόμο σε όλους τους τομείς και η ταινία υποφέρει εξαιτίας αυτού.
Η ταινία ομολογουμένως δεν θέλει να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά και δεν το κάνει. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων και η συγγραφή μιας σταθερής ιστορίας εξανεμίζονται στο πρώτο μισάωρο. Τη θέση τους παίρνουν η εύκολη διασκέδαση, η οποία γίνεται όλο και πιο ευχάριστη με τις ξεχωριστές cameo εμφανίσεις και μια χορευτική παράσταση κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους και τίποτε άλλο. Μένουν, λοιπόν, οι υπέροχες πρωταγωνίστριές του να την κάνουν πιο ελκυστική, αλλά ακόμα κι εκεί τα πράγματα δεν είναι καλά. Η Κρίστεν Γουίγκ είναι πολύ καλή, αλλά παίζει τον γνώριμο εκείνο αδέξιο χαρακτήρα που έχει υποδυθεί κι άλλες φορές. Το φυσικό κωμικό ταλέντο της Μελίσα ΜακΚάρθι για ακόμα μια φορά λάμπει σε έναν ρόλο που της ταιριάζει πραγματικά, αλλά δεν παύει να είναι ίδιος με την προηγούμενους. Η Λέσλι Τζόουνς κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με έναν μονοδιάστατο και κάπως κακογραμμένο ρόλο. Η Κέιτ ΜακΚίνον είναι παντελώς άθλια σε μια ερμηνεία άξια για όλα τα βατόμουρα του κόσμου. Ενώ, τέλος, ο θαυμάσιος Κρις Χέμσγουορθ, σε ένα από τα πιο ωραία ευρήματα του έργου, είναι αυτός που τραβάει τα βλέμματα και με την ομορφιά του, αλλά και με το κωμικό ταλέντο του.
Μια καλύτερη και πιο ικανοποιητική κωμωδία υπάρχει σίγουρα κάπου μέσα σε όλα αυτά. Ακόμα και έτσι, όμως, το φετινό «Ghostbusters» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ανόητη καλοκαιρινή κωμωδία που, με λίγη καλή διάθεση και χωρίς πολλή σκέψη τού τι βλέπεις, μπορεί να χαρίσει ένα ευχάριστο δίωρο σ` όποιον την επιλέξει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου