Ο Giuseppe Capotondi, ο οποίος ξεκίνησε τον κινηματογράφο με το σύγχρονο indie νουάρ «Η Διπλή Ωρα» του 2009, δρα εδώ και καιρό ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών σειρών. Το «Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης» σηματοδοτεί την επιστροφή του στον κινηματογράφο, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν περνάει απαρατήρητη. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός χαρισματικού κριτικού τέχνης, του James Figueras (Claes Bang), που πιστεύει ότι, σε αντίθεση με τον ίδιο τον καλλιτέχνη, οι κριτικοί έχουν τη δύναμη να χειραγωγούν το πώς αντιλαμβάνεται το κοινό ένα έργο τέχνης. Όταν ο ίδιος μαζί με την αμερικανίδα τουρίστρια Berenice Hollis (Elizabeth Debicki) πηγαίνουν στην έπαυλη ενός εμπόρου τέχνης, τα πράγματα και οι καταστάσεις δεν είναι όπως φαίνονται.
Ποιος είναι ο ρόλος της κριτικής στη ζωή ενός καλλιτέχνη; Είναι η κριτική και η τέχνη δύο πραγματικά αλληλένδετες διαδικασίες; Αυτά είναι τα ζητήματα που επιθυμεί να διερευνήσει ο ιταλός σκηνοθέτης στη νέα του ταινία, θέματα πολύπλοκα που σηκώνουν ώρες συζήτησης κι αντιπαράθεσης. Προσαρμοσμένο από το μυθιστόρημα του Charles Willeford, το έργο μοιάζει ακόμα με βιβλίο. Είναι γεμάτο από εύγλωττες ομιλίες που μοιάζουν περισσότερο με λυρική ποίηση παρά με διάλογο, διαθέτει χαρακτήρες που προκαλούν ενδιαφέρον και έχουν ελαττώματα κάνοντας σε να μην ξέρεις ποιον μπορείς να εμπιστευτείς σαν θεατής. Η λογοτεχνική φύση της ταινίας, σε συνδυασμό με την ιταλική τοποθεσία αλλά και την ουσία της τέχνης στο επίκεντρο, δημιουργούν μια προσχηματική ταινία που λειτουργεί σύμφωνα με τους ηθικά αποδεκτούς κανόνες, συγκαλύπτοντας έτσι τις πραγματικές προθέσεις που έχουν τόσο οι χαρακτήρες όσο και η ίδια η ταινία σαν προϊόν τέχνης.
Επικρίνοντας τους ανθρώπους που είναι μέρος του κόσμου της τέχνης, σαν κοινό έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, που ο ένας δεν εμπιστεύεται τον άλλον και εκείνοι που εμπιστεύονται είναι αγνοί. Ένα γυαλιστερό παιχνίδι με διπλό πυθμένα μπροστά από ένα ονειρικό καλοκαιρινό σκηνικό εξελίσσεται, κι εμείς δεν μπορούμε παρά να το ακολουθούμε προσηλωμένοι. Και σε αυτό βοηθούν οι ηθοποιοί με παρουσία και χημεία. Ο Claes Bang είναι ένας θαυμάσιος κενός καμβάς μέσω του οποίου λαμβάνουμε όσα θέλει ο ίδιος να λάβουμε. Ένας πιο γνωστός ηθοποιός δεν θα είχε τα ίδια αποτελέσματα. Η Elizabeth Debicki είναι για ακόμα μία φορά υπέροχη και τρομερά σέξι ερμηνεύοντας με πάθος τον διττό χαρακτήρα της, που αν και μπορεί σε κάποιους να φανεί κακογραμμένος, είναι τόσο σημαντικός για την ιστορία. Ο Mick Jagger είναι -περιέργως- εξαιρετικός. Και τέλος, υπάρχει ο Donald Sutherland, του οποίου η ερμηνευτική ποιότητα αψηφά τον κόσμο.
Δυστυχώς όμως το θρίλερ, και δη το νουάρ, είναι ένα περίεργο είδος που αν δεν είσαι απόλυτα κυρίαρχος της πλοκής και των στροφών της μπορεί να σε καταπιεί. Ο Capotondi έχει πολύ υψηλές φιλοδοξίες, αλλά δεν παίρνει τα ηνία μιας ιστορίας που όσο φτάνει στο τέλος της ανεβάζει ρυθμούς αλλά χάνει σε ποιότητα. Η αύξηση της δράσης από τη μια ναι μεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν αναγκαία μετά τα 2/3 ενός έργου που εξελίσσεται αργά, το τέλος όμως θα έπρεπε να ήταν πιο λεπτό, λιγότερο προβλέψιμο και βεβιασμένο για να δικαιολογήσει μια ολόκληρη ταινία που χτίζει προσδοκίες σε κάθε σκηνή. Ακόμα κι έτσι όμως δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τη φιλοδοξία του Capotondi. Η ταινία αμφισβητεί την προοπτική του κοινού μέχρι το τελευταίο λεπτό της, προκαλώντας τον διάλογο μετά το τέλος της.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου